… τόπος για να ζει κανείς, είναι η Γαλλία. Βγήκε πρώτη στην έρευνα του περιοδικού «Διεθνής ζωή» για τις χώρες με την καλύτερη ποιότητα ζωής (η Ελλάδα 40ή). Το περιοδικό εξηγεί: «Η Γαλλία βγήκε πρώτη, επειδή έχει καλό κλίμα, ανέγγιχτη ύπαιθρο και εξαιρετική περίθαλψη». Έχει δηλαδή και τα τρία πράγματα που μια ανεπτυγμένη βιομηχανική χώρα σπάνια αφήνει απείραχτα στην πορεία της οικονομικής ανάπτυξης: το κλίμα «μαυρίζει» από τα φουγάρα των εργοστασίων, η ύπαιθρος μετατρέπεται σε αρόσιμη γη και η περίθαλψη θυσιάζεται στα ιδιωτικά συμφέροντα.

Η ζωή…

… είναι άραγε σήμερα καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι ήταν πριν από σαράντα χρόνια; Ο κόσμος έγινε τρεις φορές πλουσιότερος- σε χρήμα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ντέιβιντ Νίκολσον του Ιδρύματος Νέα Οικονομία- αλλά σίγουρα δεν έγινε τρεις φορές πιο ευτυχισμένος. Τα τελευταία σαράντα χρόνια, ο κόσμος έγινε πιο πολυάνθρωπος, οι πολιτείες πιο τερατώδεις, η ζωή πιο ελεγχόμενη, οι δρόμοι πιο περπατημένοι, τα σπίτια πιο στριμωγμένα. Στη Βρετανία προστέθηκε άλλο ένα Λονδίνο, επτά εκατομμύρια άνθρωποι (στην Ελλάδα άλλη μια Αθήνα). Ζούμε ο ένας πάνω στον άλλον (όχι με την καλή έννοια), «τρώμε» ο ένας τον άλλον. Τα περιβόλια και τα μποστάνια που έπαιζαν τα παιδιά της δεκαετίας του 1960 έχουν καταφαγωθεί από τα διατεταγμένα και φρουρούμενα πάρκα των προαστίων που ξεχειλίζουν από τις πόλεις. Δύσκολα τα σημερινά παιδιά μπορούν να βρουν δέντρο για να σκαρφαλώσουν, οι κήποι γίνονται ολοένα και πιο μικροί και ο περισσότερος χρόνος στη δουλειά ξοδεύεται μπροστά σε ένα κομπιούτερ. Έχουμε χάσει από τα μάτια μας τη φύση. Συναντιόμαστε μαζί της μόνο περιστασιακά, ένα Σαββατοκύριακο ή μια σχόλη- αλλά ακόμη και τότε, τις περισσότερες φορές τη βλέπουμε μονάχα σε αντίγραφο, στο κοντινότερο πάρκο. Είναι λοιπόν να απορεί κανείς που δεν σκεφτόμαστε ούτε νοιαζόμαστε για κάτι που δεν το βλέπουμε καθόλου; Μας ζώνουν τα φίδια, μονάχα μόλις ξεπροβάλλει μπροστά μας απειλητική η κρίση.

Τα σημάδια…

… υπήρχαν μπροστά μας από χρόνια, όταν τα παιδιά του κάκου περίμεναν τα χελιδόνια. Άνοιξη έμπαινε, άνοιξη έβγαινε, χωρίς αυτά να φανούν. Από χρόνο σε χρόνο αργούσαν ολοένα και πιο πολύ σαν κάτι να τα κρατούσε μακριά. Ίσως να έφταιγε η παλιά τους φωλιά, που την έβρισκαν κάθε φορά σκεπασμένη από την πίσσα του καυσαερίου. Ίσως, πάλι, να ήταν τα εντομοκτόνα που φαρμακώνουν τη γη ή ίσως να τα πλάκωνε το τσιμέντο ή να τα έπνιγε η όξινη βροχή. Από χρόνο σε χρόνο, ολοένα και λιγότερα ξαναγύριζαν στη φωλιά τους. Τα παιδιά είχαν μάθει να κοιτάζουν τον ουρανό χωρίς αυτά. Άραγε αν τα χελιδόνια αποφάσιζαν ξαφνικά να ξαναγυρίσουν, πόσα παιδιά θα μπορούσαν να τα αναγνωρίσουν;

Στο σύντομο…

… ταξίδι μας σε αυτόν τον πλανήτη, έχουμε γίνει μοναχικοί ταξιδιώτες μέσα σε μια απομίμηση της φύσης. Μετακινούμαστε συνεχώς, αλλά χωρίς να βλέπουμε τίποτα, χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά.