«Είναι τόσο όμορφη/ Είναι τόσο όλα αυτά/ Είναι όλη μου η ζωή/ Η Μαντλέν που περιμένω εκεί δα».


Εκείνο το βράδυ, ο Ζακ Μπρελ περίμενε τη Μαντλέν κάτω από τη βροχή, με ένα μπουκέτο πασχαλιές στο χέρι. Ήταν φίλοι, πήγαιναν μαζί στα μπαρ του Σαιν-Ζερμαίν, όπως και στις φυλακές και τα νοσοκομεία όπου ο Βέλγος τραγουδιστής ψυχαγωγούσε τον κόσμο. Στην παρέα ήταν συχνά κι ο Μπρασένς, κι άλλοι καλλιτέχνες. Ήταν νέοι, ελεύθεροι και δεν είχαν σκοτούρες. Αλλά εκείνο το βράδυ η Μαντλέν δεν φάνηκε. Κι ο Μπρελ έγραψε ένα τραγούδι για την επώδυνη αναμονή του. Όταν της το πρωτοτραγούδησε, τη ρώτησε: «Μήπως σου θυμίζει κάτι;». Η Μαντλέν έμεινε ορφανή μικρή. Ο πατέρας της ήταν κομμουνιστής και εργαζόταν ως βιολόγος στους βοτανικούς κήπους του Παρισιού. Η μητέρα της ήταν Εβραία της Γαλλίας. Η ίδια θυμάται ότι δραπέτευσε σε ηλικία έξι ετών από το βαγόνι ενός τρένου, που μάλλον την πήγαινε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γερμανίας. Κρύφτηκε κάτω από έναν πάγκο, κι ύστερα την πήρε υπό την προστασία του ένας άνδρας που ζούσε σε μια μεθοριακή πόλη. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να την εντοπίσουν συγγενείς και φίλοι και να τη φέρουν πίσω στη Γαλλία. Στα 15 της παντρεύτηκε έναν Γάλλο μισθοφόρο, έκαναν δύο παιδιά, στα 19 τον παράτησε επειδή την κακοποιούσε, έχασε και την κηδεμονία των παιδιών. Έκανε για λίγο το μοντέλο, κι ύστερα έφυγε μ΄ έναν εραστή για το Αλικάντε όπου άνοιξε ένα γαλλικό εστιατόριο. Μια μέρα τη σταμάτησε η αστυνομία του Φράνκο επειδή φορούσε μίνι φούστα. Από τότε την ενοχλούσαν συνέχεια, επειδή συζούσε με τον εραστή της χωρίς να τον έχει παντρευτεί. Στο τέλος υπέκυψε και τον παντρεύτηκε. Όταν εκείνος αρρώστησε κι έμεινε παράλυτος, της ζητούσε επίμονα να αφαιρέσει τα σωληνάκια και να τον αφήσει να πεθάνει. Δεν το έκανε. Και αργότερα μετάνιωσε γι΄ αυτό.

Το 2003 προσβλήθηκε από τη νόσο του Λου Γκέριγκ, μια ασθένεια που μετέτρεψε σιγά-σιγά το σώμα της σε «παραβρασμένο μακαρόνι», όπως έγραφε πριν από δύο εβδομάδες σε επιστολή της προς την Ελ Παΐς με την οποία ζητούσε βοήθεια για να πεθάνει με αξιοπρέπεια. «Ποιος νοιάζεται για τη σάρκα και τα κόκαλα; Είναι καλή ιδέα να δίνεις στα σκουλήκια κάτι να φάνε». Ένα ποτήρι νερό, κρασί ή ουίσκι, αυτό ζήτησε η ηττημένη μποέμισσα, «για να μπορέσω να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά, στέλνοντας φιλιά σ΄ εκείνους που με βοήθησαν με την αγάπη τους και με τα λόγια τους». Η τελευταία της επιθυμία; «Θα ήθελα να ξαναδώ τον άντρα μου. Μπορεί να είχαμε ακόμη έναν καβγά. Θα είχε πλάκα!».

Την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου, η Μαντλέν Ζέφα Μπίβερ αποχαιρέτησε αυτόν τον κόσμο. Ο γιος της ζητά να συλληφθούν αυτοί που τη βοήθησαν. Μάλλον δεν την αγαπούσε και τόσο.