Να δύο εξελίξεις τα δύο επόμενα χρόνια που θα προσέδιδαν νέο χρώμα στην πολιτική: η ανάληψη της γαλλικής προεδρίας από μια γυναίκα και η ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από έναν μαύρο.


Εισέβαλαν και οι δύο ξαφνικά στην πολιτική σκηνή, χωρίς ιδιαίτερη πείρα, χωρίς σαφή στήριξη από τα κόμματά τους, με μεγάλο σύμμαχο τα μέσα ενημέρωσης και με τη ρητή υπόσχεση να ανατρέψουν το κατεστημένο. Για τη μία έχουν ήδη γραφτεί πολλά, τόσο πολλά και τόσο εξυμνητικά που απειλούν να τη φθείρουν και να την υπονομεύσουν. Ο άλλος είναι ακόμη άγνωστος στο ευρύ κοινό, ίσως επειδή μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν όλοι ταμπού απαραβίαστο την αναγόρευση σε πλανητάρχη ενός ανθρώπου που το δέρμα του δεν είναι λευκό. Μα τώρα που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν να ανατρέπουν αυτό το ταμπού και ο συμπαθής νεαρός μαύρος αρχίζει να θεωρείται φαβορί για τον Λευκό Οίκο, διαπιστώνουμε ότι το μεγάλο του όπλο είναι το ίδιο με εκείνο της νεαρής κυρίας που φιλοδοξεί να μετακομίσει στα Ηλύσια Πεδία: η αμφιθυμία.

Αν η Σεγκολέν εξαγγέλλει λαϊκές επιτροπές για τη συζήτηση των μεγάλων προβλημάτων και την ίδια ώρα απειλεί να αναθέσει στους στρατιωτικούς την εκπαίδευση των νεαρών εγκληματιών, ο Μπάρακ δηλώνει οργισμένος για τις μεγάλες ανισότητες στην αμερικανική κοινωνία και ταυτόχρονα προβληματισμένος για τον δογματισμό των φιλελεύθερων συντρόφων του. Επισκέπτεται τους καταυλισμούς προσφύγων στο Τσαντ για να προσελκύσει την προσοχή στη γενοκτονία του Νταρφούρ και την ίδια ώρα προωθεί από κοινού με τον υπερ-συντηρητικό Ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Τομ Κόμπερν το πρώτο του νομοσχέδιο για την υποχρεωτική δημοσίευση στο Ιnternet του κόστους όλων των ομοσπονδιακών συμβάσεων και παροχών. Ζητά τη σταδιακή αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ, σπεύδοντας όμως να τονίσει ότι δεν θεωρεί τα σχέδια των φιλελευθέρων μια αξιόπιστη πολιτική εθνικής ασφαλείας.

«Οι νίκες που σημείωσε η γενιά του ΄60- η αποδοχή των μειονοτήτων και των γυναικών, η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών, η αμφισβήτηση της εξουσίας- έκαναν την Αμερική έναν πολύ καλύτερο τόπο για όλους τους πολίτες της», γράφει ο Μπάρακ Ομπάμα στο βιβλίο του Η Τόλμη της Ελπίδας. «Αυτό που χάθηκε όμως στον δρόμο και δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί είναι οι κοινές προϋποθέσεις- η ποιότητα της εμπιστοσύνης και το αίσθημα της συντροφικότητας- που ενώνουν όλους τους Αμερικανούς». Ο γιος του Κενυάτη οικονομολόγου που εγκατέλειψε τη λευκή σύζυγό του και το δίχρονο παιδί τους για να επιστρέψει στην πατρίδα του δεν είναι ένας μαχητής. Δεν είναι καν ένας φιλελεύθερος, με την τρέχουσα έννοια του όρου. Όπως γράφει ο Μάικλ Τομάσκι στο Νew Υork Review of Βooks, ο Ομπάμα αισθάνεται παγιδευμένος σε μια φυσαλλίδα, που θέλει να τη σπάσει για να βγει από μέσα κάτι δυναμικό και καινούργιο. Κάτι ανάλογο υπόσχεται και η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Μπορεί όλα αυτά να αποδειχθούν κούφια λόγια. Αλλά οι εναλλακτικές λύσεις είναι πολύ χειρότερες.