Το ηθικοπλαστικό παραλήρημα του Γκάμπριελ δεν τον εμποδίζει να διακρίνει την ταρτούφικη στάση των περισσότερων ευαγγελιστών ιεροκηρύκων, όπως δεν θα εμποδίσει και τον Τζον να διακρίνει ότι ο «ενάρετος» Γκάμπριελ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, κατέστρεψε τη ζωή όσων είχαν την ατυχία να τον πλησιάσουν. Ο Μπόλντουιν διατρέχει, με ασυνήθιστη αφηγηματική δύναμη, τα βασανισμένα πεπρωμένα όλων των συγγενών του, πρόχειρα καλυμμένων κάτω από μυθοπλαστικές προβιές- της θείας Φλόρενς, της άτυχης Ντέμπορα (θύμα ομαδικού βιασμού από λευκούς), της στωικής μητέρας Ελίζαμπεθ- και αφουγκράζεται τα πάθη τους να κοχλάζουν κάτω από το θρησκοληπτικό καπάκι. Με ένα αμφίσημα ειρωνικό τέλος, ο δεκατετράχρονος πια Τζον, απενοχοποιημένος ήδη για την ομοφυλοφιλική του κλίση, θα σηκώσει το καπάκι και θα αφήσει τους ατμούς να κατακλύσουν την αφηγηματική του κουζίνα. Δεν είναι παρά το πρώτο πιάτο στην τριαντάχρονη συγγραφική του σταδιοδρομία.