Αν πρέπει να βγάλω κάποιο συμπέρασμα από την ελληνική πεζογραφική παραγωγή του 2006, αυτό είναι η ολοκλήρωση (δεν μιλάω καν για επιβεβαίωση) μιας τάσης που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή ήδη γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η τάση αυτή είναι η πλήρης ευθυγράμμιση του ελληνικού μυθιστορήματος (κυρίως) με το ευρωπαϊκό. Λέγοντας «ευθυγράμμιση» εννοώ τη σύμπτωση μορφολογικών γνωρισμάτων, ειδολογικών προτιμήσεων και ειδολογικών συμμείξεων, διαθέσεων, θεματολογίας, ακόμα και ανθρώπινων τύπων. Και λέγοντας «πλήρης» εννοώ ότι δεν έχουμε να κάνουμε, όπως σε προγενέστερες περιόδους, με κάποιες μειοψηφικές πρωτοπορίες που βαπτίζονται στα νάματα ρηξικέλευθων διεθνών ρευμάτων, αλλά με τον κύριο όγκο της βιβλιοπαραγωγής, όπου τα όρια ανάμεσα στην καινοτομία και τη μόδα, ανάμεσα στην αυθεντικότητα και τον κομφορμισμό, ανάμεσα στην ποιότητα και την εμπορικότητα είναι συγκεχυμένα, σε μεγάλο βαθμό σκοπίμως.

Είναι ενδεικτικό ότι όλο και περισσότερα ελληνικά μυθιστορήματα διαδραματίζονται μακριά από την Ελλάδα και, ολοένα συχνότερα, ώς και οι χαρακτήρες τους είναι ξένοι (Δυτικοευρωπαίοι ή Αμερικανοί). Το μυθιστορηματικό χρονικό, ή μυθιστόρημα της «ανόθευτης» μαρτυρίας, αυτοβιογραφικής ή μη, γίνεται συνεχώς δημοφιλέστερο στην Ευρώπη και γνωρίζει ήδη δόξες στην Ελλάδα. Το ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα κερδίζει έδαφος και στη χώρα μας, όπου πριν από λίγες δεκαετίες η ψυχανάλυση απασχολούσε σχεδόν αποκλειστικά τους υπερρεαλιστές. Το αστυνομικό μυθιστόρημα γίνεται πια ασμένως δεκτό στα λογοτεχνικά σαλόνια, και μάλιστα (πώς αλλάζουν οι καιροί!) με την επίδειξη μόνο της ταυτότητάς του, όχι σπάνια πλαστής. Το αστυνομικό-ιστορικό-φιλοσοφικό (ή υπαρξιακό) θρίλερ, σωστή επιδημία στα συγγραφικά εργαστήρια της Δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ (όχι μόνον ελέω Νταν Μπράουν), προκάλεσε, τη χρονιά που έληξε, περισσότερα «κρούσματα» παρά ποτέ στον ελληνικό χώρο.

Μπορεί κανείς να δει θετικά μηνύματα σ΄ αυτό το φαινόμενο, ιδίως αν αναλογιστεί την ευμενή υποδοχή πολλών και ποικίλων δειγμάτων του από το κοινό: η ελληνική κοινωνία φαίνεται ν΄ αποβάλλει σταδιακά, πάντως όμως σχετικά γρήγορα την παραδοσιακή ενδοστρέφειά της και ν΄ αποδύεται σε αναζητήσεις, ή έστω απλώς ν΄ αποκτά συνήθειες, που τη φέρνουν πιο κοντά στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Η ελληνική λογοτεχνία δεν καλείται πια να στηρίξει την εθνική συνείδηση, ν΄ αναδείξει το «αυθεντικά ελληνικό» πρόσωπο, να εκφράσει το συλλογικό πνεύμα του «λαού» ή μιας ιδεολογικής παράταξης. Οι συγγραφείς μιλούν στο όνομα μιας απόλυτα εξατομικευμένης ελευθερίας, έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να ενδιατρίβουν σε οποιαδήποτε πτυχή της εμπειρίας τούς ενδιαφέρει προσωπικά και το κοινό δείχνει, σε γενικές γραμμές, να το αποδέχεται αυτό.

Από την άλλη, θα μπορούσε κανείς να πει, ακόμα και αν δεν ανήκει σ΄ εκείνους που πάσχουν από την αγκύλωση του αυτοχθονισμού, ότι η ελευθερία αυτή, έτσι όπως ασκείται, δεν διαφέρει από την ελευθερία του καταναλωτή στο σουπερμάρκετ: είναι η ελευθερία του συγγραφέα να διαλέγει ανάμεσα σε θέματα, νοήματα και μεθόδους προσέγγισης που έχουν προκρίνει και προωθήσει άλλοι, από αλλού και με άλλα κριτήρια. Η ατομικότητα που εκφράζεται με τέτοιους όρους δεν μπορεί να έχει βάθος, αφού αγνοεί την ιδιαίτερη γενεαλογία της, αυτή που δίνει στο βίωμα πραγματικά ατομικό υπαρξιακό περιεχόμενο. Αν οι θιασώτες της ελληνικότητας στην τέχνη έκαναν παλιά το λάθος να ψάχνουν για κάτι που είχαν ήδη αποφασίσει πώς έπρεπε να είναι, οι σημερινοί εκφραστές του ελληνικού κοσμοπολιτισμού κάνουν το λάθος να πιστεύουν πως στο παγκόσμιο χωριό δεν υπάρχει ληξιαρχείο…

Ό λα αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για τον μέσο αναγνώστη, όχι απαραίτητα επειδή είναι άσοφος, αλλά επειδή δεν διαβάζει ελληνική λογοτεχνία, διαβάζει ελληνικά λογοτεχνικά βιβλία, που μπορεί ν΄ αποφασίζει να τ΄ αγοράσει για τους πιο διαφορετικούς λόγους, οι περισσότεροι από τους οποίους πάντως οδηγούν σε βιβλία της μιας χρήσης και της ντεκαφεϊνέ συγκίνησης.

Δύο μυθιστορηματικά χρονικά βρέθηκαν το 2006 στην κορυφή των προτιμήσεων του κοινού: το Αμίλητα,βαθιά νερά της Ρέας Γαλανάκη και Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές του Μάνου Ελευθερίου. Και τα δύο δεν κατορθώνουν, παρά τις προθέσεις και τις προσπάθειες των συγγραφέων τους, να εμβαθύνουν στα συμβάντα από τα οποία εμπνεύστηκαν, αν και ειδικά το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου έχει μερικές αξιοσημείωτες αρετές εντελώς διαφορετικής τάξεως (θ΄ αναφερθώ σ΄ αυτές προσεχώς). Τρία άλλα βιβλία αυτής της καινούργιας και, όπως προείπα, λαοφιλούς κατηγορίας, αυτοβιογραφικά αυτά, κυκλοφόρησαν στα τέλη της χρονιάς και γνωρίζουν ήδη μεγάλη επιτυχία: Το μονοπάτι στη θάλασσα του Αντώνη Σουρούνη, Η καλοσύνη των ξένων του Πέτρου Τατσόπουλου και Η γυναίκα που πετάει του Μένη Κουμανταρέα (το τελευταίο απαρτίζεται από διηγήματα). Πιθανώς επειδή οι συγγραφείς τους μιλούν «επί προσωπικού», τα βιβλία αυτά είναι πιο ολοκληρωμένα και ζωντανά. Θα τα συζητήσουμε εν καιρώ. Και θ΄ αναζητήσουμε- καλά νά ΄μαστε- τα αίτια της ορμητικής ανάδυσης και διάδοσης αυτού του είδους λογοτεχνίας, για το οποίο πάντως δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να υποθέσω από τώρα ότι είναι κάτι αντίστοιχο του piercing: η νοσταλγία της πραγματικότητας (της πραγματικότητας του σώματος στη μία περίπτωση, της ζωής γενικά στην άλλη), έπειτα από ατέλειωτες περιπλανήσεις σε ψηφιακές προσομοιώσεις της ή σε μια λογοτεχνία αυτοαναφοράς και αχαλίνωτου μυθοπλαστικού ζονγκλερισμού.

Περνώντας τώρα στο αστυνομικό μυθιστόρημα (που, το έχουμε πει επανειλημμένα, σχεδόν ποτέ δεν είναι πια μόνον αστυνομικό), ο αστυνόμος Χαρίτος του Πέτρου Μάρκαρη συνέχισε, στο Βασικός μέτοχος, το ανεξάντλητο (κι εξαντλητικό για τον ίδιο) έργο της κοινωνικής χαρτογράφησης της σύγχρονης Αθήνας, όπως πάντα εντοπίζοντας τελικά τους δράστες των εγκλημάτων στους λιγότερο επικίνδυνους για το σύστημα κύκλους. Περισσότερο πολιτικός, στα όρια μάλιστα του κηρύγματος, αλλά όχι χωρίς μια κάποια συγγραφική αυτοειρωνεία, ήταν ο Πέτρος Μαρτινίδης στο Ο Θεός φυλάει τους άθεους. Ο Αργύρης Παυλιώτης, στο Τοεπικηρυγμένο πρόβλημα, πρόσθεσε λίγες σταγόνες μαθηματικών στη συνταγή και ο Γιάννης Καρβέλης, στο Ο κρατούμενος μηδέν, αύξησε τη δόση τόσο πολύ ώστε αυτό που του βγήκε προκαλεί βαρυστομαχιά. Μια πολύ πειστικότερη σύζευξη του αστυνομικού μυθιστορήματος με τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία των μαθηματικών πέτυχε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης με το Πυθαγόρεια εγκλήματα, ένα μυθιστόρημα με σημαντικά λογοτεχνικά προτερήματα και μεγάλες προκλήσεις για τον στοχασμό.

Το ιστορικό μυθιστόρημα έδειξε σημάδια ύφεσης- καιρός ήταν! ΄Ετσι κι αλλιώς οι περισσότεροι εκπρόσωποί του στην ελληνική λογοτεχνία διανθίζουν τετριμμένες ιδέες για το εθνικό παρελθόν. Δύο εξαιρέσεις: το Ιερή παγίδα της Λείας Βιτάλη, που μας παρουσιάζει πράγματι σε καινούργιο φως τις τελευταίες μέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και το ΄Ερις-Έρως,Αίμα-Άμμος της Αρτέμιδος Στασινοπούλου-Φρυζή, μυθιστόρημα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα λόγω του προφίλ του πρωταγωνιστή του: του συνταγματάρχη Μαρδοχαίου Φριζή, συνειδητοποιημένου πατριώτη, ήρωα του πολέμου της Αλβανίας και- Εβραίου.

Σε αντίθεση με το ιστορικό παρελθόν, ο σύγχρονος δημόσιος βίος μας δεν πολυεμπνέει τους πεζογράφους μας και είναι αλήθεια ότι δικαιολογούμαστε όλο και λιγότερο να τους κακίσουμε γι΄ αυτό. Φαίνεται πως αντέχεται, ως θέμα, μόνο διασκορπισμένος στα συναρπαστικά μονοπάτια μιας αστυνομικής έρευνας ή ως αντικείμενο σάτιρας. Τα σατιρικά μυθιστορήματα βέβαια είναι σπάνια στη χώρα του Αριστοφάνη, αλλά τη χρονιά που πέρασε είχαμε ένα όμορφο δείγμα: το Ω του θαύματος! του Νίκου Κουνενή, γύρω από τα εκκλησιαστικά σκάνδαλα και γενικά τη συμπεριφορά της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (ζήτημα στο οποίο, παρεμπιπτόντως, εστιάζεται και το μυθιστόρημα του Μαρτινίδη). Το Μανιφέστο του Γιώργου Σκούρτη είναι ακριβώς ό, τι λέει ο τίτλος του, συσκευασμένο στο κουτί μιας- τι άλλο;- αστυνομικής ίντριγκας, αλλά έχει παρέλθει ο καιρός που μπορούσαμε να προσεγγίσουμε την ελληνική πραγματικότητα με μανιφέστα, όπως έχει παρέλθει ο καιρός που ο σκατολογικός οίστρος του Σκούρτη μπορούσε να σοκάρει.

΄Ο, τι δεν καταφέρνει ο δημόσιος βίος των Νεοελλήνων, να συγκινήσει τους συγγραφείς, το καταφέρνει με το παραπάνω ο ιδιωτικός. Αναρίθμητα τα μυθιστορήματα και οι νουβέλες γύρω από αυτό το θέμα. Οι συγγραφείς είναι συνήθως γυναίκες, η εστίαση εσωτερική, ο τόνος ελεγχόμενα εκμυστηρευτικός (ώστε να μην τσαλακώνεται το αυτοείδωλο της ηρωίδας), το κυρίαρχο μοτίβο η δυσφορία (frustration) της ηρωίδας για τον τρόπο ζωής της, τον οποίο δεν έχει όμως κουράγιο ή συμφέρον ν΄ αλλάξει. Δύο από τα πιο πολυδιαβασμένα μέσα στο 2006 βιβλία αυτού του τύπου ήταν το «αισθαντικό» Νάντια της Λένας Διβάνη και το «κυνικό» Μαμάδες βορείων προαστίων της Παυλίνας Νάσιουτζικ. Στο πρώτο μια καταπιεσμένη από τους πάντες πωλήτρια του Ηondos κάνει τελικά την επανάστασή της αφήνοντας απλήρωτες τις πορτοκαλάδες της και τα ρούχα που διαλέγει στα μαγαζιά. Στο δεύτερο η ηρωίδα θεραπεύει τη χλιδάτη ανία της κάνοντάς την ακόμα πιο χλιδάτη. Η Ελένη Γιαννακάκη απομυθοποίησε αυτό το είδος λογοτεχνίας με τα ίδια του τα εργαλεία και παράλληλα βυθοσκόπησε ανελέητα τη συμπεριφορά της σύγχρονης Ελληνίδας αστής σ΄ αυτό που ήταν ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς, Τα χερουβείμ της μοκέτας. Γενικά, τα σημερινά μυθιστορήματα που επικεντρώνονται στην ιδιωτική ζωή παρακολουθούν, με διάθεση ελεγειακή μάλλον παρά κριτική, την ανάσχεση των συναισθημάτων και των βαθύτερων αναγκών των ηρώων τους από τους κοινωνικούς καταναγκασμούς, αλλά τελειώνουν συνήθως με την ύστερη δικαίωση των πρώτων. Είναι βιβλία παραμυθίας μάλλον παρά προβληματισμού και δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να καταλάβουμε ότι αυτό είναι το κλειδί της μεγάλης επιτυχίας τους. Το Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος άρχισε να γράφει ένα πραγματικά συγκινητικό βιβλίο για τη φιλία, το Φίλοι, αλλά ουσιαστικά το άφησε στη μέση, κλείνοντάς το όπως όπως μ΄ εκτός θέματος «στοχασμούς» δημαγωγικού ύφους και δημοσιογραφικού βάθους.

Παρά την κυριαρχία του ιδιωτικού στα ενδιαφέροντα των πεζογράφων που καταγράφουν τον σύγχρονο ελληνικό βίο, δεν έλειψε το πολιτικό σχόλιο, έμμεσο ή και άμεσο, για την πορεία της Ελλάδας μετά τον Εμφύλιο ή μετά τη Μεταπολίτευση, πορεία που αναπαριστάνεται σταθερά με μελαγχολικά έως καταθλιπτικά χρώματα. Το Μονόξυλο στο ποτάμι του Τάσου Χατζητάτση επιχειρεί μια σύνθεση, προς αυτή την κατεύθυνση, με την παράθεση θραυσμάτων από τη βιογραφία ενός κύκλου συγγενών και φίλων, αλλά το αποτέλεσμα δεν πείθει ως σύνθεση, παρά τη λεπτουργία του συγγραφέα. Ανάλογη θεματική και διάθεση, αν και διαφορετική τεχνική, φαίνεται να έχει το μυθιστόρημα της Νίκης Αναστασέα Επικράνθη, που κυκλοφόρησε τις τελευταίες βδομάδες του χρόνου και δεν έχω διαβάσει ακόμα. Ηθικά διλήμματα που γεννάει η εξιχνίαση, μετά μισόν αιώνα, μιας πολιτικής δολοφονίας από τον καιρό των Δεκεμβριανών πραγματεύεται ο Νίκος Δαββέτας στο Λευκή πετσέτα στο ρινγκ. Ο ΄Αρης Μαραγκόπουλος, με το Η μανία με την άνοιξη , έδωσε το πιο άμεσα πολιτικό βιβλίο της χρονιάς, ξαναπιάνοντας ένα νήμα που είχε αφήσει ο Τσίρκας με το κύκνειο άσμα του. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης θεματοποίησε την προετοιμασία της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, αλλά το Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου, παρά τις επιμέρους αρετές του, επιβεβαιώνει τις αδυναμίες αυτού του εξαίρετου διηγηματογράφου στη μυθιστορηματική φόρμα.

Σ ε τελείως διαφορετικό κλίμα ο Αλέξης Σταμάτης, με το «υπαρξιακό θρίλερ» Αμερικάνικη φούγκα, ανέπτυξε γι΄ άλλη μια φορά το προσφιλές θέμα του, την αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας ενός ανθρώπου, αλλά έχω εδώ και αρκετά χρόνια την αίσθηση πως η μυθοπλαστική ευφορία του όσο και η γραφομανία του αναστέλλουν την εμβάθυνση του προβληματισμού του. Στην Αμερική του σήμερα εκτυλίσσεται αυτό το μυθιστόρημα, στη Βιέννη του 1913 και στο γραφείο του Φρόιντ μάς μεταφέρει ο Παναγιώτης Βλάχος με το Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ, ένα βιβλίο χλομό ως μυθιστόρημα, αλλά ενδιαφέρον ως εικονογράφηση των κοινωνικών και πνευματικών ζυμώσεων της εποχής. Ακόμα χλομότερο είναι το κατ΄ επίφασιν αστυνομικό μυθιστόρημα (άντε πάλι!) των Ρέννου Οιχαλιώτη και Πέτρου Στεφανέα με τον δυσκοίλιο τίτλο Live Wire. Η ευαγής επανόρθωση , που θέλει ν΄ αναδείξει τα βρόμικα παιχνίδια στη διεθνή πολιτική και οικονομία. Από τα βιβλία που έδωσε μέσα στο 2006 ο κύκλος του «Να ένα μήλο», θα ξεχώριζα το φιλόδοξο μυθιστόρημα του Νίκου Βλαντή Writersland. Το νησί των συγγραφέων, μια μελλοντολογική δυστοπία με κύριες θεματικές αιχμές την επάνοδο του ολοκληρωτισμού και τον εκφυλισμό της τέχνης. Η Σοφία Νικολαΐδου, με το Ο μωβ μαέστρος, έδειξε ότι διατηρεί ως κύριο όπλο της τη σπιρτάδα του ύφους, αλλά στο μυθιστόρημα χρειάζονται και άλλα πράγματα, από τα οποία η ώριμη σκέψη πάνω στα προσωπικά βιώματα δεν είναι το πιο ασήμαντο. Ο Μιχάλης Μιχαηλίδης δικαίωσε τους προ καιρού επικριτές του και διέψευσε εμένα με το Νυχτερινή διαδρομή, ένα βιβλίο που δεν το αρδεύει άλλο αίσθημα από την ηδονή της βίας. Γενικά, το 2006 μάς επιφύλαξε ουκ ολίγες απογοητεύσεις από τα μυθιστορηματικά εγχειρήματα των νεότερων συγγραφέων, και η πιο οδυνηρή για μένα προσωπικά ήταν το Πρωινό Ιντερσίτυ της Νιόβης Λύρη, ένα μυθιστόρημα που έδειχνε να εξελίσσεται σε μικρό αριστούργημα, αλλά γύρισε σε μεγάλο φιάσκο από τη στιγμή που εκδηλώθηκε και σ΄ αυτό η λογοτεχνική ασθένεια της εποχής, η υπερδιόγκωση του ιδιωτικού.

Είτε μας αρέσει άλλωστε είτε όχι, οι Έλληνες συγγραφείς στην πλειονότητά τους εξακολουθούν να αισθάνονται πιο άνετα στη μικρή φόρμα και να τη χειρίζονται επιδεξιότερα, άλλο αν απιστούν προς αυτήν όλο και πιο συχνά, λόγω της κατανοητής επιθυμίας τους να τύχουν προσοχής από περισσότερους αναγνώστες, αλλά και να μη βλέπουν κάθε φορά τον εκδότη τους να κατεβάζει τα μούτρα για ένα ακόμα «ψιλολόγημά» τους. Το 2006 δεν διέκρινα, είναι αλήθεια, κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο στον χώρο της διηγηματογραφίας, αν εξαιρέσω το βιβλίο του Κουμανταρέα και μερικά διηγήματα της συλλογής του Βασίλη Γκουρογιάννη Από την άλλη γωνία. Υπήρξαν όμως ενδιαφέροντα βιβλία με άλλου είδους λογοτεχνικά μικρογραφήματα. Το ΄Οντα και μη όντα του Αργύρη Χιόνη είναι μια σειρά σύντομα κείμενα που συνδυάζουν μια μπορχεσιανού τύπου φιλοπαιγμοσύνη και φαντασία μ΄ έναν προσωπικότερο σχολιασμό. Ο Τάσος Γουδέλης μπορεί να ονομάζει το Οικογενειακές ιστορίες του μυθιστόρημα και Το χέρι του σημαιοφόρου του Δημήτρη Καλοκύρη μπορεί να έχει «όψη μυθιστορήματος» (και έκταση), αλλά και τα δύο αυτά βιβλία, που επιχειρούν να διευρύνουν τα όρια της μυθοπλασίας διερευνώντας και άλλες δυνατότητες της αφήγησης, στηρίζονται κυρίως στην αυτονομία των λεπτομερειών τους. ΄Εξω από τον χώρο της μυθοπλασίας, διευρυμένον ή όχι, η Στενογραφία του Κώστα Μαυρουδή, δοκιμιακές παρατηρήσεις και αφορισμοί με θαυμαστή εκφραστικότητα και ποιότητα στοχασμού, ήταν ένα από τα ωραιότερα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας τη χρονιά που πέρασε.

Τέλος, πρέπει να καταγράψουμε ως ένα από τα πιο αξιοσημείωτα εκδοτικά γεγονότα του 2006 τα πρώτα βιβλία με κείμενα Ελλήνων bloggers, οι οποίοι, όπως έχω ήδη εξηγήσει, λειτουργούν σ΄ ένα καινούριο καθεστώς έκφρασης με πρωτόγνωρες ελευθερίες και για τους συγγραφείς. Αν και φοβάμαι πως η μεγάλη δημοσιότητα, προσωπική μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, που τους δίνεται στο μεταξύ από τα ΜΜΕ θα φαλκιδεύσει εκ των πραγμάτων αυτές τις ελευθερίες, όπως η ξαφνική επαφή με τον αέρα ξεθωριάζει τις υπέροχες τοιχογραφίες που είχε σώσει η υπόγεια αφάνεια.

΄Αχαρη (τόσο για το περιεχόμενο όσο και για την επαναληπτικότητά της), αλλά δυστυχώς απαραίτητη κάθε φορά διευκρίνιση: από την παραπάνω επισκόπηση απουσιάζουν αρκετά, μερικά από αυτά ίσως αξιόλογα βιβλία που κυκλοφόρησαν το τελευταίο δίμηνο του χρόνου και δεν πρόλαβα ούτε καν να τα ξεφυλλίσω. Αδυνατώ πάντοτε να καταλάβω την επιμονή πολλών συγγραφέων, από εκείνους που δεν είναι δα και πρώτα ονόματα, να εξαπολύουν τα βιβλία τους μέσα στην εκδοτική καταιγίδα που ξεσπάει λίγο πριν από τις γιορτές και που, όταν κοπάζει, τα αφήνει συνήθως ανάμεσα στα θύματα τα οποία καταγράφονται ως «αγνοούμενοι». Αλλά, φαντάζομαι, κάτι περισσότερο θα ξέρουν αυτοί και οι εκδότες τους…