Εγκλωβισμένος στην ατζέντα της προεκλογικής περιόδου παραμένει ο Κώστας

Καραμανλής, παρά την ανάσα που πήρε η Ν.Δ. στις δημοτικές και νομαρχιακές

εκλογές. Μπορεί ο Πρωθυπουργός να πιστεύει πως το αποτέλεσμα των εκλογών

δικαίωσε τη Ν.Δ. και ότι πήρε εντολή να συνεχίσει την πολιτική του, η κρίση

στην Παιδεία όμως δεν δείχνει να οδηγείται σε εκτόνωση και την επόμενη

εβδομάδα αναμένεται να κλιμακωθεί, εάν αρχίσει η συζήτηση για την αναθεώρηση

του Συντάγματος, που φοβίζει το Μαξίμου ότι θα βγάλει τους φοιτητές στους

δρόμους.

Κ. Καραμανλής. Θέλει να πάει στις εκλογές ως ο «μεταρρυθμιστής Πρωθυπουργός»,

ωστόσο οι «μεταρρυθμίσεις» που δρομολόγησε η κυβέρνηση είτε δεν προχωρούν είτε

δεν ήταν σημαντικές, ενώ οι μεγάλες τομές όπως το Ασφαλιστικό παραπέμπονται

για την επόμενη τετραετία

Απέναντι στους δασκάλους, η κυβέρνηση έχει παγιδευτεί στην αδιάλλακτη στάση

που επέδειξε τις τελευταίες εβδομάδες. Ακόμα και κυβερνητικά στελέχη

παραδέχονται πως έχει ήδη αποτύχει στον κύριο στόχο της, που ήταν να πείσει

τους πολίτες ότι θα συναινέσει για τις αλλαγές στην Παιδεία. Προσθέτουν

μάλιστα πως η σύγκρουση με τους δασκάλους υπονομεύει στην κοινή γνώμη την

αποδοχή για τις δύο σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις που θέλει να προωθήσει ο κ.

Καραμανλής – την άρση της απαγόρευσης για τη δημιουργία μη κρατικών

πανεπιστημίων στην αναθεώρηση του Συντάγματος, και το νομοσχέδιο για τα

Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.


Στην κυβέρνηση όλοι ρίχνουν την ευθύνη στην κ. Γιαννάκου για το εκρηκτικό

κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην Παιδεία. Αυτό που κυρίως της καταλογίζουν – ο

Γιώργος Σουφλιάς, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, η Ντόρα Μπακογιάννη, ακόμα και ο

Γιώργος Αλογοσκούφης – είναι ότι με άλλο «ύφος» θα μπορούσε να πείσει τους

δασκάλους να κάνουν πίσω και να μη δώσουν διαστάσεις μάχης μέχρι τελικής

πτώσεως στην απεργία

Δεν προχωρούν. Όπως αναφέρει κορυφαίο κυβερνητικό στέλεχος, ο

Πρωθυπουργός βρίσκεται πλέον σε στρατηγικό αδιέξοδο. Θέλει να πάει στις

εκλογές ως ο «μεταρρυθμιστής Πρωθυπουργός», ωστόσο οι «μεταρρυθμίσεις» που

δρομολόγησε η κυβέρνηση είτε δεν προχωρούν (εθελουσία έξοδος στον ΟΤΕ,

μεταρρυθμίσεις ΔΕΚΟ) είτε δεν ήταν σημαντικές, ενώ οι μεγάλες τομές όπως το

Ασφαλιστικό παραπέμπονται για την επόμενη τετραετία.

Η κυβέρνηση τώρα ελπίζει ότι οι δάσκαλοι δεν θα αντέξουν άλλο και θα λύσουν

την απεργία τους, χωρίς να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Το ενδεχόμενο

πάντως παράτασης της κινητοποίησης και μετά τον δεύτερο γύρο των δημοτικών και

νομαρχιακών εκλογών προκαλεί πλέον τεράστια ανησυχία σε κυβερνητικά στελέχη,

τα οποία βλέπουν να σχηματίζεται ενιαίο μέτωπο από τους δασκάλους, τους

φοιτητές, τους πανεπιστημιακούς και τις καταλήψεις στα σχολεία, που μπορεί να

πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Κατ’ ιδίαν, στην κυβέρνηση όλοι ρίχνουν

την ευθύνη στην κ. Γιαννάκου για το εκρηκτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί.

Με άλλο «ύφος». Στην πραγματικότητα, αυτό που καταλογίζουν στην κ.

Γιαννάκου οι συνάδελφοί της (ο Γιώργος Σουφλιάς, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, η

Ντόρα Μπακογιάννη, ακόμα και ο Γιώργος Αλογοσκούφης) είναι ότι με άλλο «ύφος»,

θα μπορούσε να πείσει τους δασκάλους να κάνουν πίσω και να μη δώσουν

διαστάσεις μάχης μέχρι τελικής πτώσεως στην απεργία. Επί της ουσίας όμως, η

υπουργός Παιδείας δεν είχε περιθώρια διαπραγμάτευσης. Όπως επισημαίνει

κορυφαίο στέλεχος του Μαξίμου, τον Μάρτιο η ελληνική οικονομία κρίνεται για

την άρση της επιτήρησης στις Βρυξέλλες και η κυβέρνηση δεν είναι ώς τότε σε

θέση να ικανοποιήσει αιτήματα που θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλου για τις

διεκδικήσεις και άλλων κοινωνικών ομάδων. Σύμφωνα με συνεργάτες του υπουργού

Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη, το μόνο που μπορεί να προσφέρει η κυβέρνηση

στους δασκάλους είναι η σύντμηση των δόσεων για το επίδομα των 106 ευρώ, και

αυτό όχι στον προϋπολογισμό που θα καταθέσει αλλά σε εκείνον του 2008.

Προς αναβολή η συζήτηση για το άρθρο 16

Το Μαξίμου έσπευσε χθες να αποδεχθεί σε χρόνο ρεκόρ την πρόταση που κατέθεσε ο

βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρέας Λοβέρδος για αναβολή της συζήτησης στη Βουλή

για το άρθρο 16 του Συντάγματος. Η κίνηση αυτή καταδεικνύει την αγωνία της

κυβέρνησης η οποία επιδιώκει να αποδυναμώσει τις καταλήψεις των πανεπιστημίων

που άρχισαν ήδη από χθες.

Ο Πρωθυπουργός δέχεται πιεστικές εισηγήσεις να αναλάβει μια σημαντική

πρωτοβουλία που θα δώσει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να κάνουν ένα βήμα

πίσω. Ταυτόχρονα, ο κ. Καραμανλής έχει δεχτεί εισηγήσεις να τη θέσει «υπό

επιτροπεία» την κ. Γιαννάκου, δημιουργώντας ένα σχήμα όπου ουσιαστικά κάποιος

άλλος θα αναλάβει τη διαπραγμάτευση με τους εκπαιδευτικούς. Όπως επισημαίνουν

κυβερνητικά στελέχη, το νομοσχέδιο για τα ΑΕΙ θα έρθει το αργότερο ώς τον

Ιανουάριο στη Βουλή και η κυβέρνηση θα πρέπει να έχει πείσει ότι επεδίωξε με

όλες τις δυνάμεις τον διάλογο. Πάντως, δεν αποκλείεται να υπάρξουν και αλλαγές

στην ηγεσία του υπουργείου, στα πλαίσια ενός ανασχηματισμού, τον οποίο στελέχη

του Μαξίμου θεωρούν πιθανό τον καινούργιο χρόνο, μετά την ψήφιση του

προϋπολογισμού στη Βουλή.

Στο Μαξίμου χρεώνεται η αποτυχία της Ν.Δ. σε υπερνομαρχία και μεγάλους δήμους

Στις εκλογές της Κυριακής η Ν.Δ. φαίνεται να κράτησε σημαντικές δυνάμεις της

σε όλη τη χώρα. Ωστόσο οι κεντρικές επιλογές του Κώστα Καραμανλή στην

υπερνομαρχία και τους μεγάλους δήμους σχεδόν απέτυχαν στο σύνολό τους. Αυτό

χρεώνεται στον ίδιο τον Πρωθυπουργό, αλλά και στο Μέγαρο Μαξίμου, που

αντιμετώπιζαν με φόβο τις εκλογές εδώ και έναν χρόνο και το μόνο που ήθελαν

ήταν να υποβαθμίσουν τη σημασία τους, αποφεύγοντας μάλιστα ακόμα και κινήσεις

που θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις κεντρικές γαλάζιες υποψηφιότητες για να μη

χρεωθούν μια ενδεχόμενη ήττα.

Η επιλογή Ντινόπουλου στην υπερνομαρχία, η οποία απέτυχε στις κάλπες, έγινε

από το Μαξίμου με σκοπό να α-πολιτικοποιηθεί η αναμέτρηση και να μην μπορεί να

χρεωθεί ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση τη διαφαινόμενη ήττα, κάτι που δεν θα

ήταν δυνατόν αν ο γαλάζιος υποψήφιος ήταν πολιτικό στέλεχος, όπως π.χ. η

Κατερίνα Παπακώστα ή ο Άρης Σπηλιωτόπουλος που είχαν προταθεί. Ανάλογο στόχο

εξυπηρετούσε και το δόγμα «στηρίζουμε παντού τους εν ενεργεία δημάρχους και

νομάρχες», το οποίο θα επέτρεπε στο Μαξίμου την επομένη των εκλογών να

ισχυριστεί ότι το κριτήριο για τυχόν απώλειες ήταν μια αποτυχημένη θητεία.

Επιπλέον, η κυβέρνηση απέφευγε έτσι την πολιτική εμπλοκή για να αλλάξει

δημάρχους και νομάρχες σε όλη τη χώρα που ήταν φανερό ότι «δεν τραβούσαν

άλλο». Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα η Ν.Δ. να κατέβει σε Πειραιά και

Θεσσαλονίκη με φθαρμένους υποψηφίους όπως τους κ.κ. Αγραπίδη και

Παπαγεωργόπουλο με τις γνωστές συνέπειες.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, ο κ. Καραμανλής είχε δεχθεί εισηγήσεις από τον

γραμματέα Πολιτικού Σχεδιασμού Νίκο Καραχάλιο και τον υπεύθυνο Αυτοδιοίκησης

Δάνη Τζαμτζή να αντικαταστήσει τον κ. Αγραπίδη (μέσω της μετακίνησής του στο

σχήμα για την υπερνομαρχία) όπως επίσης και νομάρχες και δημάρχους σε όλη τη

χώρα που αντιμετώπιζαν πρόβλημα (όπως τον κ. Λευκαδίτη στην Κεφαλονιά). Οι

εισηγήσεις αυτές απορρίφθηκαν επειδή στο Μαξίμου – και όχι μόνον εκεί –

πίστευαν ότι η Ν.Δ. θα πάει άσχημα στις εκλογές. Ακόμα και ο «κομματικός»

Βαγγέλης Μεϊμαράκης έβαζε τον πήχυ στις 22 νομαρχίες.

Το αποτέλεσμα ήταν η προετοιμασία για τις εκλογές να παραμείνει μια υπόθεση

στελεχών της Β’ σειράς. Η πραγματική δουλειά ουσίας που έγινε ήταν η καταγραφή

της κατάστασης και των υποψηφιοτήτων από τους κ.κ. Καραχάλιο και Τζαμτζή, στην

οποία ο νέος γραμματέας Λευτέρης Ζαγορίτης ελάχιστα πράγματα άλλαξε με στόχο

να χρεώσει μια ενδεχόμενη αποτυχία στον προκάτοχό του κ. Μεϊμαράκη. Οι εκλογές

ήταν μια αποκλειστική υπόθεση της Ρηγίλλης. Το πολιτικό συμβούλιο, που

ορίστηκε ως επιτροπή εκλογών, ουδέποτε λειτούργησε και πλην των κ.κ. Μεϊμαράκη

και Παυλόπουλου άλλος υπουργός δεν εμφανίστηκε στην προεκλογική περίοδο.