Ο λόγος στους αναγνώστες.

Ο Κ. Παπανδρέου, Φαραί Πατρών, γράφει:

«Ο γράφων θα έλεγε ότι η παλιομοδίτικη πλέον θρησκεία παραμένει ακόμα για

πολλούς εθισμός, στον οποίο συμβάλλει παράλληλα η πλύση εγκεφάλου που γίνεται

από την άρχουσα τάξη σε αγαστή συνεργασία με τον ανώτατο κλήρο, με σκοπό την

πνευματική υποδούλωση του θρησκευόμενου πλήθους, ώστε να εξυπηρετούνται κατ’

αυτόν τον τρόπο τα συμφέροντα της οικονομικής ολιγαρχίας.

Αλλά ο γράφων θα έλεγε και το άλλο: ότι για τον άνθρωπο τίποτα δεν έχει αξία,

παρά μόνον όταν πιστεύει στον Θεό, για να έχει πάντα κατά νουν: «Τι γαρ

ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδίσει τον κόσμον όλον και ζημιωθεί την ψυχήν αυτού; »

καθώς και αυτό: «Ου παραμένει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα», κάτι που

ψάλλεται κατά τη νεκρώσιμη ακολουθία και σε κάνει να εμπνέεσαι από το

πρόσκαιρο συναίσθημα της ματαιότητας της ζωής.

Πολλοί είναι εκείνοι που θέλουν να πιστεύουν στον Θεό, αλλά με τη σημασία,

βέβαια, της πελατειακής σχέσης. Δηλαδή σαν αντάλλαγμα για την πίστη τους,

ζητούν από τον Θεό να τους έχει καλά, να μην πεθάνουν, επειδή φοβούνται τον

θάνατο – που σημαίνει ότι δεν πιστεύουν στον Θεό, αφού όταν πεθάνει κανείς

υποτίθεται ότι πάει κοντά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και δεν πρέπει να φοβάται τον

θάνατο. Ο Θεός δεν μας εγγυάται για το πόσο θέλουμε εμείς να ζήσουμε ή και να

μην πεθάνουμε ποτέ, όπως ανομολόγητα επιθυμούμε. Ούτε τον ενδιαφέρει το φθαρτό

σαρκίο μας, αλλά η καθαρή ψυχή μας, κι αυτή θέλει από εμάς να πάρει κοντά Του.

Απόδειξη ότι τη Μεγάλη Τρίτη ψάλλεται στην εκκλησία το ακόλουθο: «…

Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής…»».

Ο ίδιος, σημειώνει:

«Οι πολιτικοί ξέρουν να παίρνουν παχυλό μισθό και να το παίζουν επιφάνεια!

Τυγχάνουν, παραδόξως, προνομιακής μεταχείρισης. Τα έχουν όλα χωρίς να

πληρώνουν τίποτα.

Η περισσότερη δουλειά είναι ρυθμισμένη από τους θεσμοθετημένους νόμους του

Συντάγματος και από αυτούς της τρέχουσας νομοθεσίας που επινοούν διακεκριμένοι

νομοθέτες, από τους οποίους οι πολιτικοί βρίσκουν τους νόμους έτοιμους και

απλώς τους εφαρμόζουν – πολλές φορές αδέξια ή καθόλου. Μόνο που θα έπρεπε οι

νομοθέτες να είναι παρατηρητές σε αυτούς, όπως αυτοί των γηπέδων στους

διαιτητές.

Από αξιοκρατική όμως άποψη, πολιτικός είναι αυτός που διακρίνεται στο βήμα του

Κοινοβουλίου χάρη στη ρητορική του ικανότητα, έχοντας όσφρηση των προθέσεων

των αντιπάλων του, οπότε εξαπίνης τους επιβάλλεται αποκτώντας συνάμα ένα

ακλόνητο αίσθημα υπεροχής.

Οι άλλοι, απλώς φέρουν – θα έλεγα – την ενδεικτική ετικέτα του βουλευτή».