Το τατουάζ πιάνει ολόκληρη την πλάτη του πυροσβέστη: η στιγμή της επίθεσης

στους δίδυμους πύργους απαθανατισμένη πάνω στο δέρμα ενός ανθρώπου που πέρασε

από κει, και διέπρεψε σώζοντας ζωές. Ζωντανό μνημείο η πλάτη του πυροσβέστη.

Δεν θέλει να ξεχάσει, προφανώς, δεν θέλει και να ξεχαστεί. Πιο μεγάλοι κι από

την αναλογία που έχουν στις φωτογραφίες οι πύργοι, τα κτίρια γύρω ακόμα πιο

χαμηλά κι από όσο ήταν, στριμώχνονται στη γυμνασμένη του μέση. Στον ουρανό,

πάνω στους φαρδείς ώμους του, ξεδιπλώνονται άγγελοι και διάφορες άλλες

εναέριες μορφές, στο πλάι κορδέλες με ονόματα. Ίσως είναι οι φίλοι και

συνάδελφοι που χάθηκαν εκεί, ίσως απλώς η δική του ομάδα επέμβασης, που

φοβήθηκε ότι δεν θα τιμηθεί αρκετά με άλλο τρόπο κι έπρεπε εκείνος να

φροντίσει. Ο πυροσβέστης δε θέλει να ξεκολλήσει από αυτή την ανάμνηση.

Συντηρεί το μίσος ή την ανάγκη του για δόξα το έργο τέχνης που περιφέρεται

οπουδήποτε μπορεί μια πλάτη να εμφανιστεί; Άραγε θα μπουχτίσει ποτέ ο

πυροσβέστης τις τελετές και τις επετείους, τα παράσημα και τις τιμές, τις

αναμνήσεις και τις διηγήσεις της ίδιας και της ίδιας μέρας, ξανά και ξανά, θα

ξυπνήσει ένα πρωί, και θα πει, αμάν, φτάνει; Θα θελήσει να βγει ξανά στους

δρόμους της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται, της Νέας Υόρκης, ανάλαφρος όπως είναι

εκείνη, παρά τα βαριά τεράστια κτίριά της, χωρίς να ακούσει κουβέντα για

δίδυμους πύργους, έχοντας αγαναχτήσει πια από το κιτς της επανάληψης και του

πένθους, έτοιμος να σβήσει το τατουάζ από την πλάτη του, και να χαράξει ένα

άλλο, τη γυναίκα του, την κόρη του, το σπίτι του στο λιβάδι; Να το μαθαίναμε

κάποτε αυτό, και το πώς θα καταφέρει να ξανακάνει την ανθρώπινη περγαμηνή,

άγραφτη και καινούργια…