Σχεδόν έναν χρόνο μετά την ενότητα έργων με τίτλο «Για μια βραδιά», τα οποία

είχαν θέμα τις πόρνες, ο Παύλος Σάμιος επανέρχεται με μια συνέχεια στο ίδιο

μοτίβο, αφού οι πίνακες με τίτλο «… Και τελικά έμεινε μόνη…» απεικονίζουν

και πάλι μια γυναίκα σε εσωτερικό χώρο με έντονα τα γνωρίσματα ερωτικής

συνάντησης που προηγήθηκε και με πολλά στερεότυπα φετίχ τριγύρω, κόκκινα

γοβάκια, μισοανοιγμένες τσάντες, κρασιά, τσιγάρα κ.λπ.

Οι πίνακες είναι ζωγραφισμένοι σχεδόν με φωτογραφικό πνεύμα. Ωστόσο, αυτή η

διάθεση κατά πρόφαση μόνο είναι ρεαλιστική και διεισδυτική, αφού το όλο πνεύμα

του ζωγράφου είναι αφηγηματικό, λυρικό, σχεδόν μεταφυσικό, αλλά και πάλι όχι

του «ξεπεσμένου ερωτισμού» και της μοναξιάς όπως απεικονίζεται π.χ. στον Εντ

Χόπερ που δείχνει ζευγάρια στα ξενοδοχεία, όσο με πρόθεση «λυσιτελούς

αποδοχής», ποιητικής μνημειοποίησης. Τα έργα του Σάμιου είναι πορνογραφικά, οι

ζωγραφισμένες γυναίκες του λικνίζονται ανάμεσα στο «γυμνό» και στο «γδυμένο»,

δηλαδή στην παρουσίαση του σώματος έτσι που να φαίνεται με αυτονόητη γύμνια,

αλλά ταυτόχρονα με εκ του πονηρού αποκαλυπτικές γωνίες, με στόχο το ανδρικό

ενδιαφέρον.

Θα φανεί παράξενο, αλλά η συνολική αυτή δουλειά του Σάμιου έχει μεγάλη

σπανιότητα στη νεοελληνική ζωγραφική. Με εξαίρεση τον Ουμβέρτο Αργυρό στις

αρχές του 20ού αι. και τις οδαλίσκες του Θεόδωρου Ράλλη στον 19ο, ουδείς άλλος

έδειξε με εκφραστική και νοηματική ελευθεριότητα αυτήν την πλευρά της

γυναικείας παρουσίας. Οι περισσότεροι άνδρες ζωγράφοι μας, με προεξάρχοντες

τον Γ. Μόραλη ή τον N. Νικολάου, «βλέπουν τις γυναίκες ως Παναγίες», ως ιερά

σύμβολα, ενώ οι ίδιες οι γυναίκες-ζωγράφοι στις πρόσφατες δεκαετίες έχουν

άκρως κριτική, σχεδόν διαλυτική, εμμονή ως προς το γυναικείο σώμα.

Πολλές προεκτάσεις, λοιπόν, ιστορικές και ερμηνευτικές ζητά η επιτυχία αυτών

των έργων και εάν επεκταθούμε στην εσω-ζωγραφική έρευνα το πράγμα διευρύνεται,

αφού η απεικονιστική τεχνική του Σάμιου «λικνίζεται» επίσης ανάμεσα στη

ρεαλιστική πινελιά του Γ. Ρόρρη και στην ιδιότυπη βυζαντινή – σεζανική γραφή

και σχεδιαστική προοπτική που εξελίσσει ο ίδιος εδώ και χρόνια. Ιδιαίτερο,

τέλος, γνώρισμα των έργων είναι η αφηγηματικότητά τους, το πώς «παγώνει» η

στιγμή του μοντέλου που απεικονίζει ο ζωγράφος και συνεπώς η αναφυόμενη απορία

τού θεατή για το τι έγινε μόλις πριν ή αμέσως μετά. Υπάρχει και μια αθώωση του

μελοδραματικού, kitsch, επίσης.

Ο ερωτισμός είναι κεντρικό γνώρισμα και στην εικαστική παρουσία του Γρηγόρη

Σεμιτέκολο, μολονότι κωδικοποιημένος σε άλλες κλίμακες: κεντρικό θέμα είναι

πλέγματα και γιγαντιαίες βίδες σε μη ρεαλιστικό περιβάλλον, με έκδηλο τον

πριαπικό συμβολισμό, ενώ οι περφόρμανς του καλλιτέχνη είχαν πάντα μια

αυτοσχεδιαστική ή και αυτοκαταστροφική βιαιότητα.

Στις «Νέες Μορφές» αντικρύζουμε τώρα μια καλοστημένη αναδρομική στις τέσσερις

δεκαετίες δραστηριότητας του καλλιτέχνη, στις οποίες βέβαια το μεγαλύτερο

μερίδιο απέσπασαν οι περφόρμανς, σε συνεργασία με τον αλησμόνητο νεωτεριστή

συνθέτη Γιάννη Χρήστου στα χρόνια του 1960, όταν ο Σεμιτέκολο «μαχόταν» με το

πιάνο στο οποίο καθόταν για να παίξει μουσική, χωρίς τελικά να παίζει.

Βλέπουμε επίσης και τις γνωστές κούκλες του, σαν αυτές στις βιτρίνες, τις

οποίες ο Σεμιτέκολο συνθέτει κάπως σαν τα ανθρωπάκια του Γ. Γαΐτη, αλλά με

περισσότερο βίαιες διαθέσεις. Δεν έχω ζήσει προσωπικά αυτές τις περφόρμανς,

αλλά από τις βιντεοπροβολές τουλάχιστον η αίσθηση είναι δραματική και

χιουμοριστική, εν τέλει τραγική, γνήσια, καθόλου εξυπναδίστικη όπως σε αρκετές

άλλες περιπτώσεις νεωτεριστών καλλιτεχνών. Ο Σεμιτέκολο είναι γεννημένος να

κάνει τέχνη το απρόβλεπτο και είναι κρίμα που η εκθεσιακή παρουσία του δεν

είναι τόσο τακτική.

INFO

Παύλος Σάμιος, «Και τελικά έμεινε μόνη…», ζωγραφική, Έκφραση – Γ.

Γραμματοπούλου, Βαλαωρίτου 9α, τηλ. 210-3607.598, μέχρι 27 Μαΐου

Γρηγόρης Σεμιτέκολο, «Από άλλη διαδρομή», ζωγραφική, ντοκουμέντα και

βίντεο, Νέες Μορφές, Βαλαωρίτου 9, τηλ. 210-3616.165, μέχρι 20 Μαΐου