«Οι σημερινοί 25άρηδες αποτελούν τον κρίκο μιας αλυσίδας, αλλά αυταπατώνται

ότι αποτελούν παρθενογένεση, γιατί δεν έχουν νιώσει τη συλλογικότητα. H γενιά

μου είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε προηγηθεί πριν απ’ αυτήν κι ότι κάτι θα

ακολουθούσε μετά», λέει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος

«Το πρόβλημα είναι ότι κρίνουμε την ελληνική πραγματικότητα με ιδέες που δεν

προέρχονται από εμάς. Τα πράγματα στην Ελλάδα είναι πολύ ανακατεμένα· το

εναλλακτικό μπαίνει μέσα στο σύστημα και το σύστημα μπαίνει μέσα στο

εναλλακτικό. Μια ζωή ακούω άλλους να κατηγορούν την Ελλάδα γιατί δεν είναι

αρκετά ευρωπαϊκή κι άλλους γιατί δεν είναι αρκετά ανατολίτικη. Συμφιλιώθηκα με

αυτό».

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος στο νέο του μυθιστόρημα «Φίλοι» (η πρώτη έκδοση

εξαντλήθηκε μέσα σε τρεις μέρες), συμφιλιώνεται με την εθνική μας

ιδιαιτερότητα· με το… ιμάμ μπαϊλντί του ελληνικού σουρεαλισμού που διαθέτει

και δόξα και ρεζιλίκι, με μια χώρα που δεν είναι ούτε Ευρώπη ούτε Ανατολή,

ούτε υπέρ ούτε κατά του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, που δεν έχει αποφασίσει

αν ο καπιταλισμός της είναι δυτικού τύπου ή «καθυστερημένος», που δεν λαμβάνει

ξεκάθαρη θέση για τίποτα.

Σε αυτή την ελληνική ελαφρότητα, ο γνωστός συγγραφέας αποτίνει φόρο

τιμής. Δεν την επικρίνει, ούτε την απενοχοποιεί. Δεν γκρινιάζει, ούτε

μεμψιμοιρεί, Όχημά του τρεις φίλοι, Περιστεριώτες (με όλους τους συμβολισμούς

που συνοδεύουν τις δυτικές συνοικίες), που θα ζήσουν τις «ιστορικές στιγμές»

της τελευταίας ελληνικής 40ετίας: το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, τις

διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’70, την 11η Σεπτεμβρίου, την επιχείρηση

εξάρθρωσης της 17 Νοέμβρη, τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.

Με μια φράση, «από την Αριστερά θα γίνουν θιασώτες της ελεύθερης αγοράς», λέει

στα «NEA» ο συγγραφέας. Βέβαια, παρά τις «ιστορικές στιγμές» που ζουν, οι

ατομικές ιστορίες τους ξεπερνούν τις συλλογικές. Στο μυθιστόρημα του

Ραπτόπουλου οι ήρωες διατηρούν την αυτονομία τους. Οι προσωπικές τους ιστορίες

συχνά δεν συνδέονται με την ιστορική πραγματικότητα. Όπως εξηγεί ο ίδιος,

«ζούμε με ένταση τα δικά μας γεγονότα και όχι τα ιστορικά, σε αντίθεση με

παλιά. Τα ατομικά γεγονότα φαίνονται να είναι ανεξάρτητα από τα πραγματικά και

προσπάθησα να τα συμπλέξω».

Οι φίλοι, ωστόσο, θα παραμείνουν φίλοι παρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας.

«Ένιωσα ότι σε μια εποχή που διαλύονται οι φιλίες το στοίχημα ήταν να περάσω

μια ουτοπία για τη φιλία», σημειώνει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος κι εξομολογείται

ότι πάντα τον στοίχειωνε μια φράση του Ερνέστο Σάμπατο: «H φιλία άντεξε σε

όλες τις σκληρότητες και τις αστασίες των ιδεών»… Κάπως έτσι, κι ενώ όλα

γύρω αλλάζουν, η φιλία των τριών Περιστεριωτών θα αντέξει.

Οι τρεις φίλοι θα συμβιβαστούν, θα προσπαθήσουν να αφαιμάξουν το

σύστημα, αλλά μάλλον αυτό θα τους αφαιμάξει, θα τους προσαρμόσει στις συνθήκες

της αγοράς. Αυτή η «προσαρμογή», που κάθε άλλο από ήπια είναι στην Ελλάδα,

είναι κι ο πολιτικός προβληματισμός του συγγραφέα. «Βλέπω νέους που τρέχουν

και δεν φτάνουν, γυναίκες μόνες. Σε αυτή τη λογική, η φιλία είναι το

επινοημένο σκέλος, η επιστημονική φαντασία. Είναι ένα κουκούλι ανακούφισης.

Δεν μπορείς βέβαια να κατηγορήσεις κάποιον. Όλοι φταίμε. Οι άνθρωποι

καλύπτονται πίσω από το συμφέρον. Όλοι ασχολούνται με το τι θα πουλήσει,

αφομοιώνονται από τις συνθήκες της αγοράς. Και στον χώρο του βιβλίου τη

νιώθουμε αυτή τη λογική με τα super market-βιβλιοπωλεία. Τα βιβλία

ξεπερνιούνται πριν προλάβουν να κυκλοφορήσουν».

Ύστερα από τις ένδοξες ημέρες της ένταξης στην ΟΝΕ και των Ολυμπιακών Αγώνων,

οι Έλληνες έχουν κάνει στροφή σε έναν επικίνδυνο νεοσυντηρητισμό; «Πιστεύω ότι

θα γίνουμε μάρτυρες μιας ελληνοκεντρικής αναζωπύρωσης. Τι θα γίνουμε; Όγδοης

διαλογής Αμερικανοί; Τα πράγματα φθάνουν κάπου κι ύστερα γίνεται μια

προσπάθεια εξισορρόπησης. Δεν ήταν λογικό να ακολουθήσει απογοήτευση ύστερ’

από τη μαζική παραίσθηση των Ολυμπιακών Αγώνων ότι γίναμε κάτι που δεν

γίναμε;».

Εξερεύνηση του λάιφ-στάιλ

Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος βγήκε στα γράμματα το 1979 – εικοσάχρονος τότε –

μιλώντας την πραγματική γλώσσα της εποχής του. Θυμωμένα, καθαρά,

απενοχοποιημένα, κατασταλάζοντας κάποια συλλογικά χαρακτηριστικά της γενιάς

του («Κομματάκια», «Διόδια», «Τα Τζιτζίκια», επανακυκλοφόρησαν σαν τριλογία

υπό τον τίτλο «H γενιά μου» από τον Κέδρο το 2003). Τα πρώτα του βήματα «είχαν

άρωμα συλλογικότητας». Αργότερα, «εξερευνούσα την ατομικότητα» λέει σήμερα, κι

ας έχει κατηγορηθεί η συγγραφική γενιά στην οποία ανήκει για εμμονή στο

λάιφ-στάιλ. «Μα ήταν η εποχή του λάιφ-στάιλ. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μας και

το εξερευνούσαμε. Άλλωστε, και η πολιτικοποίηση μετά τη μεταπολίτευση είχε

παραγίνει».

Με το νέο μυθιστόρημα να εστιάζει στους φίλους, ο Ραπτόπουλος επιστρέφει στη

συλλογικότητα. «Υπάρχει ένα ρεύμα με τις πολιτικές ταινίες του Χόλιγουντ και

άλλα πράγματα που γίνονται, αλλά δεν έχουν φτάσει σε μαζικό επίπεδο. Είναι σαν

να επανέρχεται η κοινωνική συνείδηση», σημειώνει ο ίδιος, προτείνοντας τη

φιλία ως λύση και λύτρωση, «ως αντίσταση στην ελεύθερη αγορά».

INFO

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, «Φίλοι», Εκδ. Κέδρος, σελ. 173, Τιμή: 10 ευρώ.