Ο λόγος στους αναγνώστες:

Ο Απ. Ηλίας, Τοσίτσα 7, Αθήνα, γράφει: «Είμαι δικηγόρος στην Αθήνα.

«Ελευθέρου ανδρός εστίν, αεί, τ’ αληθή λέγειν», έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί

μας. Την εικόνα σου είδα, πατρίδα μου, και έφριξα. Δεν είναι εικόνα ευρωπαϊκής

και πολιτισμένης χώρας αυτή. Είναι η πατρίδα μου βουτηγμένη στη διαφθορά,

κολυμπάει στα χρέη της, αγκομαχάει καθώς πορεύεται, αμήχανη, αδύναμη και

ακυβέρνητη.

Έχει τη δικαιοσύνη της αμφισβητούμενη, τραυματισμένη από τους ίδιους τους

δικαστές και από άλλους παράγοντες και ευρισκόμενη, ήδη, στα… όρια της

αρνησιδικίας. Έχει την παιδεία της σε μαύρα χάλια, την υγεία της καταχρεωμένη

και τη δημόσια διοίκηση σε κατάσταση αποσύνθεσης και διάλυσης.

Είδα την εικόνα σου, πατρίδα μου, και φοβήθηκα! Δεν είναι εικόνα ευνομούμενης

χώρας αυτή! Είν’ η πατρίδα μου μια χώρα που την κυβερνούν οι μέτριοι, οι

μικρόνοες και οι ολιγόνοες – οι άριστοι Έλληνες απέχουν, απογοητεύθηκαν,

έφυγαν και πήγαν στο εξωτερικό ή στα σπίτια τους.

Στην πατρίδα μου, ο τζόγος και τα τυχερά παίγνια επικρατούν και οι τράπεζες

έγιναν τοκογλύφοι. Οι φυλακές της πατρίδας μου γέμισαν, δεν χωρούν άλλους πια.

H διαπλοκή και η διαφθορά όζουν – δυσοσμία υπάρχει στον αέρα, παντού όπου

σταθείς και όπου περπατήσεις.

Σε λυπάμαι, πατρίδα μου, έτσι που σε κατάντησαν διάφοροι αγύρτες, τσαρλατάνοι,

κλέφτες και απατεώνες, διεφθαρμένοι διαχειριστές. «Κλέφτες! Πω! Πω! Στα σπίτια

σας, με σίδερα κλεισθείτε/ και θάψετε, αν έχετε, στο χώμα, τον παρά σας/

φυλάξετε τα ρούχα σας και ό,τι κι αν φορείτε/… Κλέφτες! Για όνομα Θεού,

πεντάρα, μην κρατείτε/ βλέπετ’ εδώ, βλέπετ’ εκεί, εις τον περίπατόν σας/…

κλεψιά, εδώ, κλεψιά εκεί… κλητήρες… αστυνόμοι…/ εισαγγελία, δικασταί,

συντάγματα και νόμοι/ κλέφτεεεες!» (Γεώργιος Σουρής, απόσπασμα από σατιρικό

ποίημά του)».