H Όλια Λαζαρίδου με τη Μάγια Λυμπεροπούλου στην παράσταση «Φθινοπωρινή

σονάτα» που παίζεται στο θέατρο «Άλμα»

Ο Ψάλτης έφυγε νέος, μόλις 55 χρόνων. Δημοσιογράφος και λογοτέχνης ζούσε στη

Στοκχόλμη και αποτέλεσε τον πρέσβη μας μαζί με άλλους στο σουηδικό αναγνωστικό

κοινό. Είχα τη μεγάλη ευκαιρία να τον γνωρίσω όταν πριν από χρόνια ο Νίκος

Αρμάος, διευθυντής τότε του ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, είχε διοργανώσει ένα συμπόσιο

για τον Στρίντμπεργκ και με μεταφραστή τον Ψάλτη είχε ανέβει ένα έργο του

Ένκβιστ που αναφερόταν στα ψυχολογικά αδιέξοδα του μεγάλου δραματουργού. Είχα

τότε εισηγηθεί στο συμπόσιο ένα θέμα για τις φιλοσοφικές επιρροές του

Στρίντμπεργκ και με τον Ζαννή Ψάλτη ανταλλάξαμε απόψεις και προβληματισμούς.

H απώλειά του είναι πράγματι μεγάλο τραύμα για τις ελληνοσουηδικές

πνευματικές ανταλλαγές. Να ‘ναι καλά ο Θοδωρής Καλλαφατίδης που συνεχίζει στη

βόρεια φιλελληνική χώρα την πνευματική του δραστηριότητα. Ο Ζαννής Ψάλτης είχε

κατορθώσει να πείσει τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν να του παραχωρήσει το δικαίωμα να

μεταγράψει, μεταφράζοντάς το σε θεατρικό κείμενο, το σενάριό του της

«Φθινοπωρινής σονάτας». Έτσι είδαμε αυτό το κείμενο στη σκηνή πριν από τέσσερα

χρόνια παιγμένο από την Άννα Βαγενά και τη Γιασεμί Κηλαηδόνη στο

«Μεταξουργείο». Τώρα το έργο παίζεται στο θέατρο «Άλμα» με την ίδια εξαίσια

μετάφραση – η τελευταία του, φευ – του Ψάλτη, από τη Μάγια Λυμπεροπούλου και

την Όλια Λαζαρίδου.

Το έργο αυτό είναι στην ουσία και αντικινηματογραφικό και αντιθεατρικό, τυπικά

βέβαια. Στον κινηματογράφο, που το σημάδεψαν οι ερμηνείες της Ίνγκριντ

Μπέργκμαν και της Λιβ Ούλμαν, ο μεγάλος σκηνοθέτης έπαιξε σχεδόν τηλεοπτικά με

τα γκρο πλαν. Στο θέατρο κυριαρχεί ο λόγος, η έλλειψη δράσης και η μουσική

δομή της φόρμας σονάτας, με επαναλήψεις μοτίβων, αναπτύξεις μοτίβων, επωδούς

και αντιστίξεις. Το θέμα τετριμμένο. H σύγκρουση μιας μητέρας αφιερωμένης

εγωιστικά στην καριέρα της (μεγάλη, διάσημη πιανίστα) με την κόρη της, ένα

πλάσμα συμπλεγματικό, άβουλο και υποταγμένο, θυσιαστικό ώς τη στιγμή της

έκρηξης του συσσωρευμένου απωθημένου εύφλεκτου αερίου. Αυτό το τετριμμένο θέμα

ο ιδιοφυής Σουηδός το κάνει εκρηκτικό μείγμα και συνταρακτικό ψυχολογικό

πρόβλημα που το προτείνει για λύση.

H μητέρα δεν είναι απλώς μια καριερίστα. Είναι μια ταμένη στην τέχνη

της καλλιτέχνιδα, ερωτευμένη με το ταλέντο της και ερωτικά διαθέσιμη,

διεκδικώντας την ανεξαρτησία της, απελευθερωμένη από συμβάσεις, υποχρεώσεις

και εξαρτήσεις κυρίως συναισθηματικές. Ο Μπέργκμαν για να τονίσει την

ιδιοσυγκρασιακή της αδιαφορία την προικίζει δραματουργικά με δύο κόρες, από

τις οποίες η μία είναι ανάπηρη, σχεδόν ζωώδης (δεν κινείται, δεν ομιλεί –

πλήρως εξαρτημένη). H άλλη κόρη θαυμάζει, φοβάται τη μητέρα, υποτάσσεται σε

μια ζωή θυσιαζόμενης κόρης, συζύγου και αδελφής. H μητέρα ταξιδεύει, έχει

εραστές, αδιαφορεί για τα παιδιά της. H κόρη παντρεύεται έναν νηφάλιο, ψυχρό,

ελεήμονα, γεμάτο κατανόηση για τα ανθρώπινα και καρτερία πάστορα. Αποσύρονται

σε μια μικρή επαρχιακή ενορία, όπου η κόρη υποτάσσεται σε μια πληκτική ζωή

φροντίζοντας και την παραπληγική αδελφή της.

Ώσπου η μητέρα γεύεται για πρώτη φορά μια τραυματική εμπειρία. Χάνει τον

εραστή της από επώδυνη αρρώστια. Αιφνιδιάζεται, πανικοβάλλεται και έντρομη

μπροστά στην απειλούμενη αυταρέσκεια του βίου της καταφεύγει στο επαρχιακό

πρεσβυτέριο, κυριολεκτικά σε μία «άγνωστη χώρα». Μάνα και κόρες, κάτω από το

άβουλο βλέμμα του ψυχρού προτεστάντη συζύγου, προσπαθούν να διεισδύσουν η μία

στον κόσμο των άλλων και αντίστροφα. Ο χρόνος, η αδιαφορία, η πικρία, η

αλαζονεία, η απώθηση, η ευθυνοφοβία, εκατέρωθεν έχουν υψώσει τείχη.

Το έργο λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο από συνεχείς απόπειρες άλωσης των

περιχαρακωμένων «εγώ». Ο Μπέργκμαν εφαρμόζει με μαεστρία όλες τις στρατηγικές

της άμυνας και της επίθεσης. Καμουφλάζ, προσποίηση, παγίδευση, ναρκοθέτηση,

παραπλάνηση, ολομέτωπη επίθεση, υπονόμευση, βολές κατά ριπάς, μπλόφα. Επί δύο

ώρες οι δύο κυρίως γυναίκες, υπό το καρτερικό βλέμμα του πάστορα και μέσα στις

άναρθρες κραυγές της ανάπηρης κόρης, μονομαχούν με λόγια, με βλέμματα, με

νεύματα, με ρυθμούς και με νότες ακόμη. Το έργο είναι γραμμένο πριν απ’ όλα

από άνθρωπο του θεάτρου, ανεξάρτητα από το ότι εκκίνησε ως φιλμ. Βασίζεται

στην υποκριτική και εξαντλείται σ’ αυτήν. Δεν έχει παρά απαιτήσεις

υποκριτικών, πλούσιων, δυνατοτήτων. Και αυτό το κατόρθωμα συνδυάζει δύο

ασύμβατα στο βάθος πράγματα. Τον νατουραλισμό της απεικόνισης, την

καθημερινότητα της μιμήσεως, τον οικείο ρυθμό της συνήθους μουσικότητας της

ομιλούμενης γλώσσας και τη δραματικότητα και μόνο, του λόγου. Το δράμα γίνεται

στη γλώσσα και η γλώσσα είναι η ΣΧΕΣΗ. Όταν μάλιστα έχει να κάνει κανείς και

με το βόρειο ήθος, την αυτοσυγκράτηση, ένα είδος συναισθηματικής σουρντίνας

που οφείλεται στην προτεσταντική αγωγή της καρτερίας, της αποφυγής εκρήξεων,

τότε οι ηθοποιοί, και μάλιστα οι Μεσογειακοί, έχουν να επιτελέσουν γιγάντιο

έργο. H Βαρβάρα Μαυρομάτη που σκηνοθέτησε την παράσταση στο θέατρο «Άλμα»

έχοντας στη διάθεσή της δύο τέλεια μουσικά όργανα, δεν είχε παρά να τα

συντονίσει ώστε να σονάρουν και να συνηχούν αρμονικά. Και το πέτυχε. Άφησε το

κείμενο να αποκαλύψει τη μουσική του, βρήκε τις ανάσες του, τις σημαίνουσες

σιωπές του, τις καμπύλες του, τις εντάσεις και τις χαλάσεις και εμπιστεύτηκε

την πείρα, το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία των ηθοποιών.

Παίζει με τα μάτια

H Μάγια Λυμπεροπούλου (μητέρα) παίζει πλέον με τα μάτια. H λιτότητα των μέσων

έχει περιορίσει κάθε περιττή κίνηση ή συμπεριφορά. H ασκημένη φωνή που παράγει

συνεχώς συγχορδίες κάνει τις έννοιες μέλος και τις ιδέες μορφή.

H Όλια Λαζαρίδου, ηθοποιός άκρας ευαισθησίας και φωτοσκιάσεων, στον καλύτερο

έως σήμερα ρόλο της πλάθει την κόρη με απλά αλλά συνταρακτικά καθεαυτά υλικά

ψυχισμού συγκεχυμένου. Δυσπιστία, παράπονο, μίσος, λαχτάρα, στοργή, απέχθεια

συμφύρονται αλλά δεν αλληλοαπωθούνται.

Ο Περικλής Μουστάκης (πάστορας) διακριτικός λιτός και αδιαφανής, όπως τον

θέλει η αγωγή του και η πίστη του. H Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου (ανάπηρη κόρη)

δίνει δείγματα μιας γενναίας τεχνικής πειθαρχίας.

H Εύα Νάθενα έχει χτίσει έναν σκηνικό χώρο, τοπίο ψυχικού εγκλωβισμού, με

ανισόπεδες κλίμακες και υπόνοια συνειδησιακού λαβυρίνθου. Ο Ιατρόπουλος έχει

δαμάσει τους ήχους και ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος έχει με τον φωτισμό

δημιουργήσει οπτικό συναίσθημα.

Ω! Έχουμε υψηλού επιπέδου θέατρο στην Ελλάδα, μεμψίμοιροι!

INFO

«Φθινοπωρινή σονάτα». Στο θέατρο «Άλμα» Ακομινάτου 15-17. Τηλ. 210.5220.100