Στην πραγματικότητα ροκανίζουν χρόνο. Να τελειώσει ο Μάρτης, να ντυθούμε

πασχαλιάτικα με παιδικές ταινίες, να «φορέσουμε» Αστερίξ και να πιάσουμε Μάη

με «Κώδικα Ντα Βίτσι». Σαν το κινέζικο μαρτύριο με τις σταγόνες να πέφτουν στο

κούτελο. Πρώτη μικρομεσαία ιστορία το «Inside man, ο υποκινητής» του Σπάικ Λι.

Από τη μια η «Συμμορία των 11», από την άλλη καλλιτεχνικά κόλπα. Δέκα λεπτά

επιπλέει, δέκα βουλιάζει. Λογικό. Με δύο βάρκες δεν πας αρτιμελής στα εμπορικά

ταμεία.

Κάθε σκηνοθέτης τέτοιου είδους αστυνομικής περιπέτειας μοιάζει με εγκέφαλο

τέλειας ληστείας. Δεν με χαλάει. Αντιθέτως, με ενθουσιάζει. Για να τα πάρουμε

με τη σειρά, ένα προς ένα:


«Inside man, ο υποκινητής». Κλάιβ Όουεν, ο εγκέφαλος της τέλειας ληστείας

Μια χούφτα τύποι με επικεφαλής τον Κλάιβ Όουεν, ενδεδυμένοι

μπογιατζήδες, μπουκάρουν μέρα μεσημέρι σε υποκατάστημα Manhattan,

ακινητοποιούν καμιά πενηνταριά πελάτες και υπαλλήλους, τους αναγκάζουν να

φορέσουν τις ίδιες φόρμες, τις ίδιες μάσκες, ανοίγουν το φουσκωμένο

θησαυροφυλάκιο και απειλούν τις ειδικές δυνάμεις, που στο μεταξύ έχουν

κυκλώσει το τετράγωνο, πως έτσι και τολμήσουν να δρασκελίσουν τον τόπο του

εγκλήματος, εκείνοι θα σκοτώνουν από έναν όμηρο το λεπτό. Οσονούπω καταφθάνει

και ο θηριώδης Ντένζελ Ουάσινγκτον, ο καλύτερος διαπραγματευτής του «χωριού»,

κι έτσι αρχίζει το γνωστό πάρε-δώσε. Αυτό που οι «μπογιατζήδες» θέλουν να

πάρουν, ώστε στη συνέχεια να δώσουν χωρίς γρατζουνιά τους ομήρους, είναι

αεροσκάφος, εξωτικό νησί, μαρτίνι και όμορφα κορίτσια. Μέχρι εδώ ουδέν

νεώτερον από το μέτωπο των αστυνομικών ταινιών!

Το «νεώτερο» αρχίζει με τον πρόεδρο (Κρίστοφερ Πλάμερ), ο οποίος

σταυροκοπιέται όχι για τα χιλιάδες τουβλάκια δολαρίων και τις εκατοντάδες

ράβδους χρυσού που θα εξαερωθούν από την τράπεζά του, αλλά για το χάρτινο,

μικροσκοπικό περιεχόμενο μιας θυρίδας. Σου λέει, το χρήμα θα αντικατασταθεί

από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Το ντοκουμέντο, όμως, που τον πιστώνει

συνεργάτη των ναζί και συνεργό στο φούρνισμα Εβραίων ποιος θα το χουφτώσει –

και στον ίδιο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, θα το δώσει; Έτσι, καταφθάνει η

Τζόντι Φόστερ. Διαπραγματευτής κι αυτή. Κρυφή όχι φανερή. Με ύποπτες

διασυνδέσεις εντός της εξουσίας. Κυρία με τα όλα της. Με φρεσκοσιδερωμένο

ταγιεράκι Armani και με αυτοπεποίθηση εκατό καρδιναλίων. Με δόλιους εκβιασμούς

και άλλα αλισβερίσια, καταφέρνει να προσεγγίσει τους ληστές και στον αρχηγό να

μιλήσει. Πάρ’ τα όλα, του λέει, αλλά άφησε μόνο μία θυρίδα. Γιατί; της

απαντάει, επειδή υπάρχει έγγραφο που ενοχοποιεί τον πρόεδρο της τράπεζας;

Πριτς!

Κάπου εδώ τελειώνει το σασπένς. Για δύο απλούς λόγους. Ακόμα δεν καταλάβατε;

Πρώτον, οι ληστές σχεδιάζουν να διασωθούν βγαίνοντας μέσα στο μπούγιο των

ομήρων. Κανείς δεν έχει δει ή δεν θυμάται τη φάτσα κανενός και όλοι φορούν την

ίδια στολή του μπογιατζή. Δεύτερον, ο αρχιληστής δεν είναι τρελός να βγει

στους δρόμους με δυο νταλίκες χρήμα και χρυσό. Το μικροσκοπικό περιεχόμενο της

θυρίδας γουστάρει, αυτό μόνο σχεδιάζει να πάρει.

Ληστεία κωλότσεπης. λοιπόν. Και στο σενάριο, και στη σκηνοθεσία. Αφού

οι στολές των μπογιατζήδων προδίδουν την απόδραση των ληστών, της κωλότσεπης

το σασπένς. Αφού το κεφάλαιο του κακού μαικήνα δεν ενσωματώνεται οργανικά στην

ιστορία, της κωλότσεπης και η πολιτική. Αφού ο ρόλος της Τζόντι Φόστερ είναι

περιορισμένος, της κωλότσεπης και το καστ με λαμπερά ονόματα. Και αφού ο Σπάικ

Λι καταναλώνει πολύτιμο χρόνο σε αφηγήσεις που θα συμβούν στην εξέλιξη της

ιστορίας (flash forward), της κωλότσεπης και τα καλλιτεχνικά κόλπα. Τέλεια

ληστεία ατελούς ταινίας!



H διπλή Κορέα του Κιμ Κι Ντουκ

Στην ίδια ταλάντευση του ίδιου εκκρεμούς μεταξύ μικρού, μεσαίου, μεγάλου και

«Το τόξο» («The Bow») του Κορεάτη Κιμ Κι Ντουκ. Γνωστότερος από «Άνοιξη,

καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και… άνοιξη» αλλά, κατά την ταπεινή μου

γνώμη, καταξιωμένος και μέγιστος από το περιφρονημένο «Samaritan girl».

Το στόρι λιτό, αλληγορικό, αυστηρό, όπως περίπου στο «Νησί», όπου η σύγχρονη

Κορέα κοιμάται, σιτίζεται, αφοδεύει, κάνει έρωτα, ψαρεύει, βασανίζει και

δολοφονεί επιπλέοντας στα βρώμικα νερά ενός ποταμού πάνω σε μικροσκοπική

νησίδα. H πιο ωμή ποίηση από συστάσεως 7ης Τέχνης!


«Το τόξο». H Κορέα τού Κιμ Κι Ντουκ πάνω σε ψαροκάικο

Στα ίδια νερά να λικνίζεται και το υπέργηρο σκαρί ψαροκάικου, με μοναδικούς

επιβάτες έναν ηλικιωμένο, στρυφνό άντρα και μια ανήλικη παρθένα. Εκείνος την

φροντίζει, την ταΐζει, την προστατεύει. Εκείνη απλώς μεγαλώνει. Ώσπου ο

εξωτερικός σύγχρονος κόσμος καταφθάνει και ο γέρος, με τόξο και βέλη, τους

εισβολείς κυνηγάει. Τι άραγε να θέλει;

Το αλληγορικό επιμύθιο του «Τόξου» σχηματικό, αλλά στην ανάπτυξή του βίαιο σαν

βέλος και ποιητικό σαν θρόισμα του αέρα. Δηλαδή ο διχασμός της κορεάτικης

παράδοσης και κουλτούρας, όπως τουλάχιστον τον λαμβάνουμε από τις

κινηματογραφικές επιδόσεις των νεώτερων σκηνοθετών. H κόρη αιχμάλωτη της

παράδοσης, όπως η Κορέα. Όμως την ίδια στιγμή αυτή η παράδοση, αυτός ο βίαιος,

αμίλητος «πατέρας», είναι ο μοναδικός πυλώνας ψυχικής υποστήριξης αυτής της

παρθένας. Απότομος αλλά τρυφερός. Κατακτητικός αλλά υποχωρητικός. Το παλιό

μέσα στο νέο. Έτσι πορευόμαστε, λέει ο Κιμ Κι Ντουκ. Πάνω σε σαπιοκάικο. Πριν

βουλιάξει, πολλά πράγματα έχει να μας διδάξει. Καμιά αντίρρηση, αλλά από τη

μικρή ποίηση του «Τόξου» προτιμώ τη μεγαλύτερη και πιο αιχμηρή της «Άνοιξης»,

τη βία και την ποίηση του «Samaritan girl» και τη νοσηρότητα του «Νησιού».

Ζωγραφική εκεί, ιχνογραφία και σκίτσα εδώ.



H διακριτική γοητεία ενός γρίφου

Με το «Stay» του Μαρκ Φόρστερ του «Χορού των τεράτων» συμβαίνει όπως με

ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς. Άφθονη μαγεία χωρίς να καταλαβαίνεις μία!

Είναι νόμιμο αυτό; Οτιδήποτε είναι, αρκεί να προκαλεί, να ερεθίζει το

συναίσθημα ή το μυαλό ή – ακόμα καλύτερα – και τα δύο. Στην περίπτωση του

«Stay» συμβαίνει μόνο το πρώτο. Κι όμως. Είναι μέσα στις δέκα – είκοσι ταινίες

που θέλω να ξαναδώ. Ο αμφιβληστροειδής αιχμαλωτίζεται από νεοϋορκέζικες

τοποθεσίες που δεν είχαμε δει σε άλλη ταινία, από την ίντριγκα, από το

καφκικό, σουρεαλιστικό πλέγμα ψυχανάλυσης και παραψυχολογίας, από χαρακτήρες

δραματοποιημένους μ’ έναν τόσο αλλόκοτο, παράξενο τρόπο. Δεν κατάλαβα, αλλά

μαγεύτηκα.

Καταθέτω στο τραπέζι μια υπόθεση εργασίας. Ψυχίατρος (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ)

αναλαμβάνει να διασώσει νεαρό με διαταραγμένο ψυχικό κόσμο (Ράιαν Γκόσλινγκ),

αποφασισμένο να θέσει τέρμα στη ζωή του, ακριβώς στα 21α γενέθλιά του, όπως

ακριβώς συνέβη μ’ έναν ζωγράφο που δεν έδειξε ποτέ τα έργα του και που τα

έκαψε παίρνοντας μαζί του, στον τάφο του, την τέχνη του. Αυτό. Από εδώ και

πέρα η σκηνοθεσία αναλαμβάνει να προσθέσει περισσότερα στοιχεία. Δηλαδή, αν

και οι πορείες των δύο χαρακτήρων είναι αντιθετικές, στην πραγματικότητα

συγκλίνουν η μία προς την άλλη, σε σημείο που ο ένας να είναι η προέκταση του

άλλου. Περίπου σαν ο ψυχίατρος να ενσαρκώνει το συνειδητό και ο ασθενής το

ασυνείδητο και, όσο περνάει ο χρόνος, τόσο το πρώτο (το συνειδητό) να λειώνει

μέσα στο άλλο (το ασυνείδητο).


«Stay». Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, ψυχίατρος στη δίνη παραψυχολογίας

H κόκκινη κλωστή που δένει τους δύο χαρακτήρες είναι ένα αυτοκινητικό

δυστύχημα – που συνέβη, ή που πρόκειται να συμβεί, ή που δεν πρόκειται,

αληθινά, να συντελεστεί – με υποκινητή τον γιατρό και θύματα τον ασθενή και

τους γονείς του. Έτσι, όσο ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ προσπαθεί να σώσει τον

Γκόσλινγκ, τόσο αυτός προκαλεί την εμφάνιση (ρεαλιστική ή φαντασιακή) του

τραγικού γεγονότος. H αυτοκτονία του είναι το ξεκλήρισμα του ίδιου και των

γονιών του σ’ αυτό το δυστύχημα. Εν ολίγοις, ο θάνατος είναι διπλός: από τη

μια αληθινός, δηλαδή ρεαλιστικός, από την άλλη ψυχικός, δηλαδή φαντασιακός.

Κι όμως, αυτή η υπόθεση εργασίας μπορεί να καταρρεύσει από μια δεύτερη, όπου

τίποτε δεν συμβαίνει επί ρεαλιστικού εδάφους, απλώς τα πάντα και οι πάντες

είναι αποκυήματα ενός διαταραγμένου υποσυνείδητου και οι ίδιες ψευδείς εικόνες

του ασθενούς, σαν επιδημία αθεράπευτου ιού, μεταφέρονται και «σκοτώνουν» το

συνειδητό του ψυχιάτρου. Και οι δύο «βλέπουν» αυτό που θα συμβεί, αλλά δεν

συμβαίνει, επειδή ό,τι «βλέπουν» με τα μάτια του υποσυνείδητου και που

εικονογραφούνται από τον σκηνοθέτη είναι φόβοι, ενοχές και προειδοποιήσεις

ενός διαταραγμένου εσωτερικού κόσμου.

Δεν καταλάβατε; Σας καταλαβαίνω. Ένα είναι το γεγονός. H παραψυχολογία

κατατροπώνει την ψυχολογία, το μεταφυσικό την επιστήμη και ο παραλογισμός τον

ορθολογισμό. Συμφωνείς ή διαφωνείς επί της ιδεολογικής ουσίας, ένα είναι το

γεγονός: σ’ αυτή την ταινία ο Φόρστερ επιδίδεται σε ρεσιτάλ σκηνοθεσίας.

Αφήστε το μυαλό σας έξω από την αίθουσα και ελευθερώστε τις αισθήσεις σας να

καθηλωθούν και να παραδοθούν αμαχητί!



Λυσσασμένες γάτες

Ψιτ, κορίτσια… ο Χιθ Λέτζερ! Γκέι στο «Brokeback mountain», αλλά Casanova

στην ομότιτλη ερωτική κομεντί του Λάσε Χάλστρομ, του επονομαζόμενου και Χάσε

Χάστρομ. Να πω την αλήθεια; Το περίμενα χειρότερο, το είδα καλύτερο!

Ο λόγος, εντελώς σεναριακός. Οι δύο γραφιάδες (Κίμπερλι Σίμι και Τζέφρεϊ

Χάτσερ) αναστατώνουν την προβλέψιμη και πληκτική ερωτική ίντριγκα, μπλέκοντάς

την σ’ έναν χορό μεταμφιεσμένων. Το εξηγώ:

H ελίτ της Βενετίας να κυνηγάει τον Τζάκομο Καζανόβα, ο οποίος ασυστόλως

τρυπώνει σε κρεβάτια παντρεμένων «παρθένων», με αποτέλεσμα αιμοδιψής

εκπρόσωπος της Ιεράς Εξέτασης του Πάπα και του Βατικανού (Τζέρεμι Άιρονς) να

καταφθάσει και την κεφαλή επί πίνακι του μάγου και αμαρτωλού να ζητήσει. Στο

μεταξύ, εκείνος διπλά παγιδευμένος. Από τη μια λογοδοσμένος σε πλούσια παρθένα

(ένα από τα απίστευτα μανούλια της ταινίας) και από την άλλη ερωτευμένος με

μια φεμινίστρια (Σιένα Μίλερ), η οποία συντόμως θα παντρευτεί μεγαλέμπορο που

δεν έχει δει. Τι να κάνει;


«Casanova». Ο Χιθ Λέτζερ τσουρου-φλισμένος από το βλέμμα της Σιένας Μίλερ

Έτσι, αρχίζει το καρναβάλι των μεταμορφώσεων. Ο ιεροεξεταστής εκλαμβάνει τον

Καζανόβα ως τον μεγαλέμπορο που έχει έρθει στη Βενετία να παντρευτεί και τον

μεγαλέμπορο ως Καζανόβα. Το ίδιο συμβαίνει και με την οικογένεια της Σιένας

Μίλερ (με μαμά τη Λίνα Ολίν), που πιστεύουν ότι ο Χιθ Λέτζερ, δηλαδή ο

Καζανόβας, είναι ο πλούσιος γαμπρός. Παράλληλα η Μίλερ συγγράφει απαγορευμένα

πονήματα εναντίον φαλλοκρατίας με υπογραφή αρσενική και την κυνηγάει ο ίδιος

ιεροεξεταστής. Ποιος είναι ποιος; Μύλος!

Από το καρναβάλι κρατάω μερικές χαριτωμενιές, ιδιαιτέρως εκείνη όπου το

μανούλι (με το οποίο είναι λογοδοσμένος ο Λέτζερ) κάτωθεν τραπεζιού σε κοσμική

συνάθροιση και παρουσία του πατέρα της και όλων των ενδιαφερομένων επιδίδεται

σε στοματικό έρωτα, με τον Καζανόβα να γαργαλιέται και να τσιμπιέται. Ως εκ

τούτου όχι Καζανόβας, αλλά λυσσασμένες γάτες που έγιναν αρνάκια!



Τετέλεσται ο Άιβορι

Δύο ακόμα, από Τζέιμς Άιβορι και Νίκο Γραμματικό:

«H κοντέσα της Σαγκάης» («The White Countess»): H τελευταία πανωλεθρία του

Τζέιμς Άιβορι, με τρεις Ρεντγκρέιβ επί σκηνής: η Mother Βανέσα, η μεγάλη Λιν

Ρεντγκρέιβ και η δεύτερη, η Νατάσα Ρίτσαρντσον. Εδώ τελειώνει το

«κουτσομπολιό» και αρχίζει η αερολογία. Διότι μετά την επέλαση των

μπολσεβίκων, η αριστοκρατική οικογένεια (των Ρεντγκρέιβ) προσαράζει στη Σαγκάη

και η Νατάσα προσλαμβάνεται σε κλαμπ πολυτελών κοριτσιών με ιδιοκτήτη έναν

τυφλό Αμερικανό διπλωμάτη (Ρέιφ Φάινς). Και μετά και μετά; Ανάθεμα κι αν

συμβαίνει το κατιτίς της προκοπής. Μπαινοβγαίνει η Νατάσα, μπαινοβγαίνει ο

Φάινς, μπαίνει ο Άιβορι, βγαίνει η ταινία. Μοναδικά ενθυμήματα η φωτογραφία

του Κρίστοφερ Ντόιλ, τα ντεκόρ και τα κοστούμια. Βεστιάριο η καλλιγραφία!


«Αγρυπνία»: Δράμα «αδελφοκτονίας» Νίκου Γραμματικού, όπου ο Άβελ – ας

πούμε – είναι παπάς (Μιχάλης Τσουρινάκης) και ο Κάιν μπάτσος (Βαγγέλης

Μουρίκης). Ο δεύτερος, ο μπάτσος, με αγριεμένο βλέμμα, ύστερα από κάποιο

απρόβλεπτο γεγονός σπεύδει στον παπά και του ζητάει βοήθεια. Κακός ο μπάτσος

στην αρχή, καλός στο φινάλε. Και τούμπαλιν. Καλός ο παπάς στην αρχή, κακός στο

φινάλε. H στολή δεν κάνει ούτε τον μπάτσο ούτε τον παπά. Το δράμα εντελώς

«μηχανικό», οι διάλογοι άφθονοι και φορτωμένοι, το επιμύθιο σχηματικό. Ώδινεν

όρος έτεκε μυν. Δεν πειράζει. Περιμένω Γραμματικό να επιστρέψει στο επίπεδο

των «Απόντων».