Στη συνοικία Κιμιρόνκο, στα ανατολικά προάστια του Κιγκάλι, της πρωτεύουσας

της Ρουάντας, υπάρχει ένα χωριό με ορφανά παιδιά.

Ιούλιος 1994. Κατάφεραν να γλιτώσουν από τις ματσέτες και τις σφαίρες. Τώρα,

τα βγάζουν πέρα όπως μπορούν

Οι γονείς τους σφαγιάστηκαν στη γενοκτονία του 1994 που, από τις 6 Απριλίου ώς

τις 4 Ιουλίου, στοίχισε τη ζωή σε 800.000 μέλη της μειονότητας των Τούτσι και

δημιούργησε τουλάχιστον 3 εκατομμύρια ορφανά. Σύμφωνα με τις επίσημες

εκτιμήσεις, περισσότερα από 85.000 παιδιά βρέθηκαν ξαφνικά να είναι αρχηγοί

οικογένειας, υπεύθυνοι για αδέλφια ή ξαδέλφια τους. Κάποια στιγμή η κυβέρνηση

τους παραχώρησε ένα σπίτι στη συνοικία Κιμιρόνκο, σ’ αυτό το «χωριό» που

κατασκευάστηκε γι’ αυτά. Πολλά τέτοια «χωριά» έχουν δημιουργηθεί σ’ όλη τη

Ρουάντα, αλλά ο κατάλογος των άστεγων παιδιών είναι ακόμη πολύ μακρύς: μόνο το

5% των κρατικών εσόδων διατίθεται για τους επιζήσαντες της γενοκτονίας. Στο

Κιμιρόνκο, τα παιδιά προσπαθούν να ξεφύγουν από την εξαθλίωση. Παραδίπλα, ένα

άλλο συγκρότημα σπιτιών στεγάζει χήρες. Περιέργως, οι δύο κόσμοι δεν έχουν

καμιά επαφή. Όχι από εχθρότητα, αλλά επειδή, όταν πρόκειται για την επιβίωση,

πρώτα απ’ όλα σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Και οι χήρες έχουν τα δικά τους παιδιά

να θρέψουν. Έτσι τα ορφανά τα βγάζουν πέρα όπως μπορούν. Σε κάθε οικογένεια,

το μεγαλύτερο μέλος ασκεί τα καθήκοντα των γονιών.

Ούτε τραπέζι

Ήταν παιδιά ή έφηβοι όταν έγινε η γενοκτονία, σήμερα είναι από 14 έως 30

χρόνων. Είναι αναγκασμένοι να ζουν με τα φαντάσματά τους και να επιβιώνουν

μέρα με τη μέρα. Μέσα στα σπίτια τους δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε, μόνο μερικές

ξύλινες καρέκλες και στρώματα για τον ύπνο, ούτε τραπέζι ούτε μια αφίσα στους

τοίχους. Κάθε μήνα οι επικεφαλής των οικογενειών κάνουν μια συνέλευση όπου

θέτουν τα ερωτήματά τους.

«Πώς μπορούμε να γίνουμε άνθρωποι;» είναι το ερώτημα σε μια από τις

συνελεύσεις. Με άλλα λόγια, πώς να γίνουμε αυτόνομοι, πώς να καταφέρουμε να

μην εξαρτώμεθα παρά μόνο από τον εαυτό μας, όταν δεν έχουμε πια οικογένεια

ούτε και ιδιοκτησία; Τα χέρια υψώνονται. «Πρέπει να βρούμε αγρούς να

αγοράσουμε και να τους καλλιεργήσουμε με σύγχρονο τρόπο», προτείνει ένας.

«Πρέπει να μυηθούμε στο εμπόριο», λέει ένα άλλο. Ο Τεομπάλντ σηκώνει κι αυτός

το χέρι. «Μπορούμε να τα κάνουμε όλα αυτά», λέει. «Πρώτα όμως πρέπει με όλες

μας τις δυνάμεις να στείλουμε τους αδελφούς και τις αδελφές μας στο σχολείο. H

χώρα μας είναι φτωχή, είναι δύσκολο να κερδίσει κάποιος τη ζωή του, το σχολείο

είναι το μόνο που μπορεί να μας σώσει τη ζωή. Πρέπει να εκπαιδευτούμε για να

βρούμε δουλειά, για να σταθούμε στα πόδια μας».


«Άραγε, θα φάμε σήμερα;»

«H ΔΙΑΦΟΡΑ ανάμεσα στον αρχηγό της οικογένειας, όπως εγώ, και στις

αδελφές μου», εξηγεί η Εμελίν, επικεφαλής μιας οικογένειας τεσσάρων κοριτσιών,

«δεν είναι η ηλικία, επειδή με διαφορά λίγων ετών έχουμε την ίδια. H διαφορά

είναι πως κάθε πρωί η μικρή αδελφή μου με ρωτάει, «τι θα φάμε σήμερα;» κι εγώ

κάθε μέρα αναρωτιέμαι, «Άραγε, θα φάμε σήμερα;»».


Τους σκότωσαν όλους με ρόπαλα

Στο Κιγκάλι. Ξυπόλητα, με ξύλινα ποδήλατα, τα παιδιά της Ρουάντας προσπαθούν

να ξεχάσουν τη φρίκη

» Ο ΤΕΟΜΠΑΛΝΤ είναι ο αρχηγός μιας οικογένειας έξι αγοριών. Στις 14

Απριλίου 1994, στη 1 το μεσημέρι, βρισκόταν με την οικογένειά του στο χωριό

του, στο Χουγιέ, στην επαρχία Μπουταρέ. Δεν υπάρχει λεπτομέρεια που να μην τη

θυμάται. Εκείνη την ημέρα, ένα πλήθος από Χούτου οπλισμένους με μαχαίρια και

δόρατα άρχισε να βάζει φωτιά στα σπίτια. Οι Τούτσι προσπάθησαν να φτάσουν στην

κορυφή του λόφου. «Αγελάδες, κατσίκες, άνθρωποι, όλοι ανακατεμένοι. Το πρωί

της επομένης κατάφερα να ξεφύγω με την οικογένειά μου, αλλά οι Χούτου μάς

περίμεναν λίγο μακρύτερα. Σκότωσαν τον μπαμπά μου χτυπώντας τον με ρόπαλα, το

ίδιο και τη μητέρα μου και τη μικρή αδελφή μου. Είχε μια τρύπα στο κεφάλι και

τα χέρια της ήταν κομμένα. Το κεφάλι του μπαμπά μου ήταν πρησμένο, τεράστιο.

Είδα να πεθαίνουν τέσσερα από τ’ αδέλφια μου, τα πυροβόλησαν όταν προσπάθησαν

να ξεφύγουν. Οι άλλοι πέντε αδελφοί μου κι εγώ, καταφέραμε, καθένας μας μόνος

του, να καταφύγουμε στο Μπουρούντι».

Για λίγη ζάχαρη

Στο Κιμιρόνκο, ο Τεομπάλντ κατάφερε να γραφτεί σε μια βραδινή σχολή

ηλεκτρολόγων. Κάθε πρωί, ψάχνει για μικροδουλειές. H οικογένειά του δεν τρώει

κάθε μέρα όσο θα ήθελε, σπανίως περισσότερο από ένα γεύμα. Αλλά αν μια μέρα

βγάλει κάτι παραπάνω, επιτρέπει στον εαυτό του να αγοράσει ζάχαρη για το

πρωινό τσάι. Χάρη σ’ αυτόν, οι μικρότεροι αδελφοί του μπορούν να πηγαίνουν

σχολείο. Είναι λόγος για να καμαρώνει. »