τα μάτια μου η πιο γλυκιά του οθόνη για ένα θάλαμο

αερίων…

Σωκρ. Ζερβός, Μπρονξ

H πρόσφατη αιματηρή υπόθεση της δολοφονίας των δύο αστυνομικών από δύο (;)

μεταγώγιμους (!) εγκλείστους ξανάφερε για χιλιοστή (αλλά πάντοτε

συγκυριακή) φορά το πρόβλημα της λειτουργίας των ελληνικών φυλακών.

H ποινική υπερ-αντίδραση δεν θεμελιώνεται σε ιδεολογήματα τύπου

«αναμόρφωσης» ή ηθικοποίησης ούτε κατά βάθος στοχεύει σε κάποιου είδους

κοινωνική επαν-ένταξη. Δεν αναζητείται ένα soul training, αλλά επιδιώκεται μια

κρυφή κοινωνική πειθαρχία. Μόνον η υποτροπή ως εκδίκηση της φυλακής

ενάντια στη δικαιοσύνη θυμίζει ότι ούτε τα εργαλειακά ούτε τα φυσικοδικαιικά

μοντέλα της εξουσίας μπορούν να λειτουργήσουν. H ποσότητα της ποινικής

τιμωρίας ως παράδειγμα προς αποφυγήν δεν σχετίζεται τόσο με το έγκλημα που

διέπραξε κάποιος, αλλά με τον τρόπο που ζει, τις αξίες του, τον κοινωνικό

κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο ίδιος ή η ομάδα ή η τάξη του.

Ποινικός και κοινωνικός έλεγχος υποκύπτουν στην εξουσία μιας αυταρχικής

μηχανής Μεγάλου Αδελφού που έχει αντιστρέψει / ανατρέψει τη λογική τής

ανα-μόρφωσης προς όφελος της όποιας περιθωριοποίησης των περιττών.

H διεύρυνση του ποινικού ελέγχου εγκιβωτίζει την πειθαρχία στην (αν)ασφάλεια

και καταργεί τον (όποιο) ζωτικό χώρο επιβίωσης του κρατουμένου (που συχνά ζει

σε συνθήκες θηρίου).

Αν ο όρος «επίβλεψη» (surveillance) περιλαμβάνει την αστυνόμευση, την

κατασκόπευση και την παραβίαση όλων των προσωπικών δεδομένων με βάση τις νέες

τεχνολογίες κι αν η over surveillance καταλήγει σ’ ένα υπερ-πανοπτικόν

που καταργεί κάθε πτυχή του ιδιωτικού βίου, τότε η ασφάλεια των φυλακών

κατισχύει του σεβασμού ζωής και αξιοπρέπειας των κρατουμένων και αναγορεύεται

σ’ ένα σύστημα κυριαρχίας επί του σώματος και της ψυχής τους.

Στόχος μας είναι μια global prison (με μονοπωλιακό δίκτυο διαχείρισης

και οργανωμένο σύστημα επιτήρησης ως αυτοσκοπό), ένας χώρος ανα-δια-μόρφωσης ή

ένα πουργκατόριο; Επειδή η χειραγώγηση δεν μπορεί να τεθεί ποτέ στην υπηρεσία

«της απελευθέρωσης και της επανένταξης», το μόνο που ερμηνεύει την πειθαρχία /

πειθαρχοποίηση είναι η αυταξία ενός σωφρονιστικού δικτύου που λειτουργεί

περισσότερο α(ντι)-κοινωνικά και α-πολιτικά παρά θεσμικά.

Σήμερα οι ποινικοσωφρονιστικοί μηχανισμοί προσπαθούν ν’ αχρηστεύσουν ένα τμήμα

του πληθυσμού, προκειμένου να πετύχουν όσο πιο «ειρηνικά» γίνεται τη μετάβαση

στην κοινωνία των 2/3 ή των 2/5. Γι’ αυτό κρίνω ως ουσιαστικότερη δράση το να

μην αφήσουμε κανέναν (εκτός και εντός της φυλακής) χωρίς τη δεύτερη, τρίτη,

νιοστή ευκαιρία από το να συζητάμε ατελείωτα περί μικροφυσικής εξουσιών και

καταργητισμού. Αν αρχίσουμε τις εξαιρέσεις, τότε ίσως κι εμείς – οι βολεμένοι

– να συνειδητοποιήσουμε πόσο κινδυνεύουμε όλοι.

Μπορεί η εξουσία να είναι η κύρια μήτρα γένεσης του εγκλήματος και της ποινής,

αλλά η διπλή εξάρτηση, δηλαδή η οργανική σύνδεση στρατηγικής

(δίκαιη κοινωνική πολιτική) και τακτικής (κτήση και χρήση δικαιωμάτων),

μας δίνει νέες προοπτικές. Για τους σταθερά απροσάρμοστους (βίαιους,

ανάλγητους κ.ά.) θ’ αποφασίσουμε ως κοινωνία (ρητά και μ’ επίγνωση) και όχι

σαν δήμιοι.

H κοινωνική αντί-σταση για τη μη-ποινικοποίηση της φτώχειας («παρανομία της

επιβίωσης») και για τον μη-εγκλεισμό στις φυλακές πρέπει να συνδυάζεται με την

κοινωνική επί-δραση σε δομές και θεσμούς κοινωνικής επαν-ένταξης των πρώην

κρατουμένων. Για να συμβεί αυτό πρέπει, εκτός των άλλων, να διαχωρισθεί στη

συνείδηση του κόσμου το νομικό status της κράτησης από το ηθικό ποιόν του

κρατουμένου.

ΥΓ: Το ότι ακόμα και σήμερα δεν ξέρουμε γιατί ακριβώς τιμωρούμε –

για να δαμάσουμε το άγριο ζώο (εγκληματία) ή για να το κάνουμε

κατοικίδιο; – τούτο δεν σημαίνει πως δεν έχουμε ευθύνη για όσα συμβαίνουν

στις φυλακές μας.

O Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής της Εγκληματολογίας στο Τμήμα

Επικοινωνίας και MME στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.