– ΠΗΡΕΣ τηλέφωνο τον Γιάννη;

– Όχι, πήρα τον Σταμάτη…

– Τον Φώτη τον πήρες;

– Όχι, ξαναπήρα τον Σταμάτη!

– Μα ο Γιάννης και ο Φώτης γιορτάζουνε!

– Ο Γιάννης και ο Φώτης γιορτάζουνε, αλλά ο Σταμάτης είναι πιο ευχάριστος.

Γιατί να πάρω δύο βαρετούς κι όχι έναν ευχάριστο;

– Καλά, και στον Σταμάτη ευχήθηκες χρόνια πολλά για την ονομαστική του εορτή;

– Σε κανέναν δεν ευχήθηκα χρόνια πολλά. Δεν αντέχω να εύχομαι άλλα χρόνια

πολλά. Έπηξα πια. Όλον αυτόν τον καιρό, άλλη δουλειά δεν κάνω. «Χρόνια πολλά,

επίσης – επίσης, χρόνια πολλά, χρόνια πολλά – επίσης!». Αυτό το πέρα – δώθε,

αυτό το ΚΤΕΛ Πατήσια – Αμπελόκηποι, έλεος δηλαδή!

– Το έχουν οι μέρες…

– Μωρέ, και οι νύχτες το έχουν. Μαύρα μεσάνυχτα, πήρε ο άλλος να μου ευχηθεί.

Και τι να πεις; Τι να ματαπείς; Πόσες φορές να το επαναλάβεις, πόσο να το

διανθίσεις; Στο δίλεπτο πάνω, έχεις φτάσει στο πλήρες αδιέξοδο…

– Είναι λίγο περιορισμένο το μενού…

– Λίγο; Χρόνια πολλά, υγεία, ευτυχία – κι εσείς επίσης χρόνια πολλά, υγεία και

ευτυχία. Να χαίρεσαι τους δικούς σου, όχι εσύ να χαίρεσαι τους δικούς σου.

Χρόνια πολλά, εσύ πιο πολλά, όχι εσύ πιο πολλά, πώς δεν πιαστήκαμε στα χέρια,

στην τελική. Πώς δεν αρπαχτήκαμε, πώς δεν σκοτωθήκαμε, χρονιάρες μέρες. Λες

και κάνουμε ξεπερασούρα ποιος θα πει πιο πολλές φορές από τον άλλο χρόνια

πολλά. Είναι ασύλληπτο, δηλαδή. Τρέλα σε πιάνει, τρέλα. Σου τηλεφωνεί ο άλλος.

Σου λέει τριάντα πέντε φορές χρόνια πολλά. Του λες τριάντα πέντε φορές χρόνια

πολλά. Κι εκεί που πας να λυτρωθείς, εκεί που πας να το κλείσεις το ακουστικό,

λίγο πριν από το κλικ, σου πετάει και το ύστατο το χρόνια πολλά στη μούρη. Το

τριακοστό έκτο. Και δεν προφταίνεις να του το ρεφάρεις γιατί το έχεις κλείσει

το ρημάδι.

– Κατάλαβα! Λες τα τριάντα πέντε και αισθάνεσαι και γουρούνα επειδή δεν

πάτσισες το τριακοστό έκτο…

– Γι’ αυτό σου λέω. Ούτε Γιάννη παίρνω, ούτε Φώτη. Έχουν τις θερμότερες ευχές

μου για μια υπέροχη ζωή, μια δίμετρη γκόμενα, ένα θηριώδες 4X4 κι έναν άριστο

αιματοκρίτη. Αλλά σ’ αυτόν τον εφιάλτη εγώ δεν ξαναμπαίνω.

– Βιώνεις μια ένταση ή είναι ιδέα μου;

– Απλά, Γιάννηδες και Φώτηδες με βρίσκουν στην τελική ευθεία της υπομονής μου.

Στο νήμα των αντοχών μου.

– Γενικώς, τα Φώτα είναι μια γιορτή περίεργη. Ένα πράγμα ντεμί. Κανένας δεν σε

καλεί, κανέναν δεν καλείς. Όλες βαριούνται να μαγειρέψουν! Όλες αν πλύνουν

άλλη μια σαλατιέρα, θα ουρλιάξουν! Πλακώσανε πολλά οικογενειακά τραπέζια κι

ένας λαός ολόκληρος διακατέχεται από το «σύνδρομο του μπατζανάκη»!

– ΟΝΤΩΣ, τα Φώτα, ως γιορτή, είναι κομμάτι τσουρούτικη… Σαν να

περίσσεψε ύφασμα από το φόρεμα της Πρωτοχρονιάς και βγάζεις τσίμα – τσίμα ένα

φουλάρι…

– Σαν να έφαγες σουβλάκι και σου ξέμεινε στο πιάτο το έξτρα τζατζίκι…

– Σαν να έχτισες κοτζάμ πολυκατοικία… Κι εκεί που πας να την πέσεις

εξουθενωμένος, σου βαράει το κουδούνι ο μάστορας για τα τελευταία μερεμέτια…

– Τα τελευταία μερεμέτια της γιορτής… Έτσι που το θέτεις, ένα λεξοτανίλ το

έπαιρνα…

– Γι’ αυτό σου λέω, καρδιά μου… Στον Γιάννη και στον Φώτη στείλε εκεί ένα

γραπτό «Χρόνια Πολλά» από το κινητό. Μια ξεπέτα, μια αρπαχτή.

– Το γράφω. Πληκτρολογώ εγώ τώρα: «Χρόνια Πολλά, Γιάννη!». «Χρόνια Πολλά,

Φώτη!»…

– A γεια σου! Πάρε τώρα τον Σταμάτη!