Μεγάλες αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος, οι οποίες θεωρείται

σίγουρο ότι θα υπερβαίνουν τα επίπεδα του πληθωρισμού, εκτιμάται ότι θα

πληρώνουν τα επόμενα χρόνια τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. H αντικατάσταση

φθηνών λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ με ακριβότερες φυσικού αερίου, όσο και οι

πιέσεις της ίδιας της επιχείρησης αλλά και των ιδιωτών «μνηστήρων» της αγοράς

για αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικού, συνηγορούν στο ότι το κόστος του

ρεύματος θα συγκλίνει σταδιακά τα επόμενα χρόνια με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο,

που είναι κατά πολύ υψηλότερος. Το παράδοξο της ελληνικής αγοράς είναι ότι,

ενώ σε όλους τους άλλους τομείς η απελευθέρωση έφερε μειώσεις τιμών, στην

περίπτωση του ηλεκτρισμού, λόγω της ιδιομορφίας του, αναμένεται ότι θα φέρει

αυξήσεις.

Ήδη εδώ και καιρό η διοίκηση της ΔΕΗ υποστηρίζει ότι η εταιρεία έχει

εξαντλήσει πλέον τα περιθώρια παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στα σημερινά

επίπεδα. Επικαλείται το γεγονός ότι τα τιμολόγιά της είναι τα χαμηλότερα στην

E.E., καθώς και ότι τα «πρόστιμα» για τους ρύπους που πληρώνει ως ρυπογόνος

βιομηχανία θα αυξάνονται κάθε χρόνο, και υποστηρίζει ότι στο εξής οι ετήσιες

αυξήσεις που θα ζητεί από την κυβέρνηση θα υπερβαίνουν σημαντικά την αύξηση

του πληθωρισμού. Χαρακτηριστικό είναι, ότι η προηγούμενη διοίκηση Παλαιοκρασσά

είχε επεξεργαστεί και υποβάλει στο υπουργείο Ανάπτυξης μια σειρά από σενάρια

(αυξήσεις στα τιμολόγια της τάξης του 20%, τιμολόγια με «ρήτρα καυσίμου» και

επιβολή τέλους ρύπων στους λογαριασμούς), χωρίς φυσικά να γίνουν αποδεκτά.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται και για μια προσπάθεια της ΔΕΗ να καλύψει με τα

αυξημένα έσοδα από τα τιμολόγιά της, τις υψηλές δαπάνες που έχει προκαλέσει

στην εταιρεία η διαχείριση των τελευταίων ετών, τις καθυστερήσεις στον

εξορθολογισμό των λειτουργικών της εξόδων, και άστοχες επιχειρηματικές

επιλογές της.

Και οι ιδιώτες

Δεν είναι, όμως, μόνον η ΔΕΗ που πιέζει για ακριβότερα τιμολόγια. Οι

«μνηστήρες» της αγοράς ενέργειας έχουν καταστήσει σαφές στην κυβέρνηση ότι με

τις σημερινές τιμές στο ρεύμα, ουδείς επενδυτής πρόκειται να καταφέρει να

πουλήσει ρεύμα, όπως άλλωστε απέδειξε και η πρόσφατη απόπειρα λειτουργίας της

πρώτης μεγάλης ιδιωτικής μονάδας, αυτής των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα από

μία εβδομάδα συνεχών αποτυχημένων προσπαθειών να πουλήσει ρεύμα, τελικά την

περασμένη Δευτέρα η Ενεργειακή Θεσσαλονίκης, όπως λέγεται η θυγατρική των

ΕΛΠΕ, αποφάσισε να ενταχθεί στην ενεργειακή αγορά, έστω και αν αναγκάστηκε να

δώσει τιμή που δεν κάλυπτε το κόστος της.

Παρ’ ότι και πάλι η τιμή της μεγαβατώρας που προσέφερε η ΔΕΗ ήταν φθηνότερη,

τα ΕΛΠΕ προτίμησαν να λειτουργήσουν το εργοστάσιό τους έστω και με μικρή

ζημία, παρά να συνεχίζεται η εκκρεμότητα και να χρεώνεται η πολιτική ηγεσία

του υπουργείου Ανάπτυξης με την αδυναμία εφαρμογής κανόνων ίσου ανταγωνισμού.

Φυσικά, στην περίπτωση αυτή, θα αναρωτηθεί κανείς: αφού τα ΕΛΠΕ αντιμετωπίζουν

τόσα εμπόδια για να πουλήσουν το ρεύμα τους, πώς εξηγείται άραγε ότι ζήτησαν

άδεια και για δεύτερη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής 390 μεγαβάτ στα Μέγαρα, και

γιατί – κάποιοι έστω – από τους άλλους υποψηφίους προετοιμάζονται για τον

διαγωνισμό των 900 μεγαβάτ που θα προκηρυχθεί τον Φεβρουάριο; H απάντηση είναι

απλή: Όσοι ασχολούνται με το αντικείμενο, θεωρούν βέβαιο ότι οι τιμές του

ηλεκτρικού ρεύματος θα αυξηθούν σημαντικά στα επόμενα χρόνια.

Πιέζουν οι τράπεζες

Αλλά και οι τράπεζες που θα χρηματοδοτήσουν τους ιδιώτες επενδυτές πιέζουν την

κυβέρνηση για αυξήσεις των τιμολογίων του ηλεκτρικού ρεύματος. Τα πιστωτικά

ιδρύματα έχουν καταστήσει σαφές στα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, ότι δεν

πρόκειται να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές μονάδες αν δεν αυξηθούν τα

τιμολόγια ρεύματος, που αποτελούν εγγύηση για τη λειτουργία και τη βιωσιμότητά

τους. Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη που μελετούν τους όρους του διεθνούς

διαγωνισμού, ο οποίος έχει δημοσιευτεί από το ΔΕΣΜΗΕ (Διαχειριστής Ελληνικού

Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), δύσκολα θα βρεθούν εκείνοι που θα

επενδύσουν τα τεράστια ποσά που απαιτούνται (200 εκατ. ευρώ για κάθε μονάδα),

για να φτιάξουν τις 2 – 3 νέες μονάδες, συνολικής ισχύος 900 μεγαβάτ, χωρίς να

ξέρουν αν θα μπορούν να πουλάνε το ρεύμα τους. H «προίκα» που προσφέρεται,

προς το παρόν, από την κυβέρνηση – στο όνομα της απελευθέρωσης της αγοράς –

είναι η «επιδότηση» των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν, γεγονός που

σημαίνει ότι, είτε πουλήσουν ρεύμα είτε όχι, ο ΔΕΣΜΗΕ θα αποσβένει το 70% της

εγκατεστημένης τους ισχύος για διάστημα 12 ετών. Τα τραπεζικά στελέχη, ωστόσο,

επισημαίνουν ότι η προσφορά αυτή δεν είναι αρκετή για να προσελκύσει το

ενδιαφέρον των πιστωτριών τραπεζών. Για να πετύχει ο διαγωνισμός θα έπρεπε,

σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, να είχε εφαρμοσθεί το βρετανικό μοντέλο στη

δεκαετία του ’90. Τότε, οι επενδυτές είχαν την εγγύηση του βρετανικού δημοσίου

ότι θα αγοράζει τη μεγαβατώρα σε προκαθορισμένη τιμή για συγκεκριμένη ποσότητα

ηλεκτρισμού και για διάστημα πολλών ετών. Στην περίπτωση της Ελλάδας,

αντίθετα, σύμφωνα πάντα με τραπεζικές πηγές, όσοι συμμετάσχουν στον

διαγωνισμό, εκτός από όλα τα παραπάνω, θα κληθούν να ανταγωνιστούν και τον

παράγοντα ΔΕΗ, δηλαδή μια εταιρεία με μονοπωλιακή θέση στην αγορά, που με

πρώτη ύλη τον «φθηνό» λιγνίτη θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να έχει μικρότερο

κόστος παραγωγής. Μάλιστα, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο

να μείνουν μακριά από τους διαγωνισμούς οι περισσότεροι από τους μνηστήρες της

ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού.

Εξάρτηση από φυσικό αέριο και πετρέλαιο

Είναι σημαντικό, ότι το καύσιμο όλων των νέων μονάδων που πρόκειται να

κατασκευαστούν στα επόμενα χρόνια, τόσο της ΔΕΗ όσο και των ιδιωτών, είναι το

φυσικό αέριο. H τιμή του τελευταίου, όπως απέδειξε η πρόσφατη ρωσο-ουκρανική

κρίση, εξαρτάται άμεσα από τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της χώρας που το

ελέγχει, στην προκειμένη περίπτωση της Ρωσίας, που είναι και ο βασικός

προμηθευτής της Ελλάδας. Όσο η Ελλάδα θα συνεχίζει να εξαρτάται σε μεγάλο

βαθμό μόνο από το ρωσικό φυσικό αέριο, τόσο θα είναι ευάλωτη σε απότομες

διακυμάνσεις της τιμής του, η οποία έχει ανατιμηθεί 40% από πέρυσι και

βρίσκεται στα 230 δολάρια (τα 1.000 κυβικά), από 170 δολάρια, πέρυσι.

Δεν είναι, όμως, μόνο το φυσικό αέριο που επηρεάζει τις τιμές του ηλεκτρικού

ρεύματος, αλλά και το πετρέλαιο. H ενεργειακή «ανασφάλεια» που προκάλεσε στη

Γηραιά Ήπειρο η μείωση της προσφοράς ρωσικού φυσικού αερίου, δεν άφησε

ανεπηρέαστη την αγορά πετρελαίου, με αποτέλεσμα η τιμή του μαύρου χρυσού – που

αποτελεί το καύσιμο για πολλές από τις μονάδες της ΔΕΗ – να ανέβει μέσα σε μία

μόνον ημέρα, από τα 59 στα 61 δολάρια το βαρέλι.






Περισσότερα σχετικά με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, στο

http:

//www.tanea.gr/docs/ioveelec.pdf