Το αναμενόμενο χιόνι δεν τίμησε φέτος τα χιονοδρομικά στην κατάλληλη στιγμή.

Οι καλοκαιρινές επενδύσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, πέτρινα καινούργια

σαλέ έμειναν άδεια, στολές του σκι και πέδιλα έμειναν απούλητα, δάσκαλοι

άνεργοι. Στα φθινοπωρινά βουνά οι σκιέρ βυθίστηκαν σε μελαγχολία, άχρηστος ο

εξοπλισμός τους, οι τεράστιες μπότες τους, τα ογκώδη τους ρούχα. Κι όμως ήταν

τόσο όμορφα τα γυμνά δέντρα με τα κλαριά τους υψωμένα να συμβολίζουν ό,τι

ήθελε κανείς να δει να συμβολίζεται σ’ αυτή τη γύμνια και την ανύψωση, σε

χρώμα καφεκίτρινο, φωτεινό, που αντανακλά τη γλυκύτητα της φύσης. Μπορεί να

φταίει το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά εδώ επάνω στα βουνά, στα δάση που

επιμένουν να επιβιώνουν παρ’ όλους τους κινδύνους που τα απειλούν, όλα

φαίνονται τόσο κανονικά, αρμονικά και αρχαία, δεν μπορείς να πανικοβληθείς για

πολλή ώρα. Ακόμα και οι σκιέρ, άτομα νεαρά συνήθως και λάτρεις ακραίων

καταστάσεων, βγαίνουν κάποια στιγμή από τη θυμωμένη μελαγχολία τους,

αποφασίζουν να ακολουθήσουν την προηγούμενη και πανθομολογουμένως πιο ξενέρωτη

γενιά σε εκδρομές ήπιες, βόλτες χωρίς εξοπλισμό, κι αν ξεχαστούν, σχεδόν

φτάνουν να απολαύσουν την ανακάλυψη ενός λιθόστρωτου, την κίνηση κάποιου

άγνωστου ζώου μέσα στα ξερά φύλλα, τα βράχια που έχει γλείψει το νερό,

διάφορες εικόνες που αναδεικνύονται με το αργό βήμα, το προσεχτικό περπάτημα.

Κάτι σαν το κλαρί του βάτου τούς τραβάει από το μανίκι, υποψία ότι ίσως

υπάρχουν κι αλλού χαρές, πέρα από την πρόκληση και τη μόδα, πέρα κι από τις

υψηλές συγκινήσεις, χαρές χαμηλών τόνων, αλλά γρήγορα τη διώχνουν και

βιάζονται να ξαναρχίσουν το παράπονο για τις μέρες των διακοπών που πήγανε

χαμένες επειδή δεν ανέδειξαν τον πρωταθλητισμό τους.