H αναθεώρηση είναι σε όλες τις χώρες που έχουν συνταγματική παράδοση και

ωριμότητα μια συνηθισμένη διαδικασία. Δεν είναι όμως ούτε πρόσχημα για τη

συγκάλυψη της πολιτικής αμηχανίας των κυβερνώντων ούτε «ρουλέτα» που θέτει σε

κίνδυνο θεσμούς και θεμελιώδη δικαιώματα.

Το Σύνταγμα επιβάλλει την ευρύτερη συναίνεση γιατί απαιτεί να

συγκεντρώνεται αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 προκειμένου να συντελεστεί η

αναθεώρηση μιας διάταξης. Αφήνει όμως το «παράθυρο» η διαδικασία να

ολοκληρωθεί με την απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών, εάν στην αρχική φάση δεν

συγκεντρώθηκε πλειοψηφία 3/5. Επειδή όμως η πρώτη Βουλή διαπιστώνει απλώς την

ανάγκη αναθεώρησης και δεν προσδιορίζει ούτε την κατεύθυνση ούτε το

περιεχόμενό της, ενώ η δεύτερη Βουλή είναι αυτή που αποφασίζει για το

περιεχόμενο, σε αυτήν κρίνονται τα πράγματα. Για να υπάρχει συνεπώς η εγγύηση

της ευρύτερης συναίνεσης, η δικλίδα των 180 ψήφων πρέπει να διατηρείται για τη

δεύτερη Βουλή.

H αναθεώρηση του 1995 – 2001 υπήρξε συναινετική μέχρι τέλους και παρ’

ότι ορισμένοι την κατηγόρησαν με βολονταριστική και μαξιμαλιστική διάθεση για

παραλείψεις ή δισταγμούς, έθεσε και υπηρέτησε θεμελιώδεις στόχους:

Πρώτον, τη θωράκιση του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους σε

μία εποχή διεθνούς αμφισβήτησης και του ενός και του άλλου. Οι αλλαγές που

επήλθαν στο κεφάλαιο των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι από τις

πιο προωθημένες διεθνώς και ευτυχώς κανείς δεν θέτει θέμα αναθεώρησής τους.

Δεύτερον, την ενίσχυση της διαφάνειας σε θεσμικό επίπεδο που είναι όρος

αναγκαίος, αλλά όχι επαρκής για την επιβολή της διαφάνειας στο επίπεδο της

πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Καινοτομίες όπως οι ανεξάρτητες

αρχές, η κατοχύρωση του ΑΣΕΠ, ο προληπτικός έλεγχος των μεγάλων δημοσίων

συμβάσεων από το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν αμφισβητούνται ευτυχώς από κανέναν.

Τρίτον, την οριοθέτηση της μεγάλης επιρροής των μέσων ενημέρωσης με τις

διατάξεις των άρθρων 14 και 15 που γίνονται ευρύτερα αποδεκτές με εξαίρεση τα

τρία τελευταία εδάφια της παρ. 9 του άρθρου 14 για τις ασυμβίβαστες

επιχειρηματικές δραστηριότητες, δηλαδή για τον «βασικό μέτοχο». Αυτά όμως τα

εδάφια δεν υπήρχαν στην πρόταση του ΠΑΣΟΚ, και προστέθηκαν υπό την πίεση

μεγάλης μερίδας βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και σύσσωμης της τότε αντιπολίτευσης

προκειμένου να αποφευχθεί μία δεινή κοινοβουλευτική ήττα της κυβέρνησης που

διέθετε μόνον 156 βουλευτές. Στην τελική ψηφοφορία από αυτούς 7 ψήφισαν τις

σκληρότερες προσθήκες της N.Δ. και άλλοι 7 απείχαν. H υπαγωγή των

συνταγματικών αυτών διατάξεων στην αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου

είχε επισημανθεί από τότε ρητά, με ειδική δήλωσή μου στα πρακτικά.

Τέταρτον, την ενίσχυση της εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης με

διατάξεις σχετικές με τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια και τον τρόπο επιλογής

της ηγεσίας της, καθώς και την οριοθέτηση του δικαστικού ελέγχου της

συνταγματικότητας σε κρίσιμα θέματα όπως οι πολεοδομικές ρυθμίσεις και τα

δάση. Δυστυχώς οι αρχικές προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για τη συγκρότηση ειδικού

εκλεκτορικού σώματος και για τη διατύπωση του άρθρου 24 προκάλεσαν έντονες

αντιδράσεις και έπρεπε να βρεθούν συμβιβαστικές διατυπώσεις ικανές να

ψηφιστούν από την ίδια την πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ αλλά και από την

αντιπολίτευση. Υπήρχε διαφορετικά το ενδεχόμενο «δικαστικής αντίστασης»

στην αναθεώρηση που μπορούσε να κριθεί η ίδια ως αντισυνταγματική από τα

δικαστήρια, τα οποία τα τελευταία πέντε χρόνια ήλεγξαν και έκριναν σύμφωνη με

το Σύνταγμα την αναθεώρηση.

Πέμπτον, η οριστικοποίηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας με την

αναθεώρηση του άρθρου 28.

Έκτον, η αναβάθμιση του πολιτικού πολιτισμού με διατάξεις όπως αυτή για

την απαγόρευση της αιφνιδιαστικής αλλαγής του εκλογικού συστήματος και πολλές

άλλες, από τις οποίες τα πυρά συγκεντρώνει μόνο μία, αυτή για το επαγγελματικό

ασυμβίβαστο των βουλευτών. Επειδή η δεοντολογία δεν επιβάλλεται με κανόνες,

αλλά μέσα από τη σκληρή πραγματικότητα, πιστεύω ότι εδώ πρέπει να ισχύσει η

αρχή της «συνταγματικής χαιρεκακίας». Ας καταργηθεί λοιπόν το

επαγγελματικό ασυμβίβαστο και ας περιμένουμε τις επιπτώσεις, όταν ο αντίδικος

του δικηγόρου – βουλευτή θα τον καταγγέλλει στα MME για άσκηση αθέμιτης

επιρροής στο δικαστήριο ή όταν ο ασθενής του γιατρού – βουλευτή θα τον

καταγγείλει για ιατρικό σφάλμα.

H αναθεώρηση του 2001 ήταν, όπως κάθε αναθεώρηση, μια

πολιτική διαδικασία που τελεί υπό τους κανόνες και τις αντιφάσεις της

δημοκρατίας και όχι υπό τους κανόνες της επιστημονικής καθαρότητας και

ακρίβειας.

Τώρα ο κ. Καραμανλής θέλει να τροποποιηθεί η διάταξη για τον «βασικό

μέτοχο». Ευπρόσδεκτο και αναγκαίο. Αυτό που επιβάλλεται ερμηνευτικά πρέπει

να διατυπωθεί και ρητά. Πρέπει όμως να μας εξηγήσει γιατί ασκούσε έως πρόσφατα

λυσσώδη κριτική και επίθεση στο ΠΑΣΟΚ για το θέμα αυτό.

Τώρα ο κ. Καραμανλής θέλει να προβλεφθεί ρητά η δυνατότητα ίδρυσης

μη κερδοσκοπικών, μη κρατικών πανεπιστημίων. Ευπρόσδεκτο, αρκεί

να προβλέπεται επίσης ρητά η αξιοκρατική και ισότιμη πρόσβαση όλων των

φοιτητών ανεξάρτητα από το εισόδημά τους.

Tώρα ο κ. Καραμανλής θέλει να ξαναδούμε τα θέματα της Δικαιοσύνης.

Πρακτικά όμως μόνο μία λύση είναι εφικτή. H διαρθρωτική αλλαγή του συστήματος

ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με τη μετατροπή του Ανώτατου

Ειδικού Δικαστηρίου σε Συνταγματικό Δικαστήριο που θα αποτελείται από μέλη

επιλεγόμενα από την Ολομέλεια της Βουλής με αυξημένη πλειοψηφία 4/5.

Τώρα ο κ. Καραμανλής θέλει θεσμικές πρωτοβουλίες, δεν μας λέει όμως τίποτα για

το κοινωνικό και αναπτυξιακό τους περιεχόμενο. Ο τακτικισμός της αναθεώρησης

αναδεικνύει το μεγάλο στρατηγικό κενό της κυβέρνησής του: Ανεβάζει συνεπώς τον

πήχυ της πολιτικής για όλους μας.