H Ευρωπαϊκή Ένωση (E.E.) εμφανίζεται στη δεκαετία του ’90 να απορροφά περίπου

τις μισές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) του ΟΟΣΑ. Κύριες χώρες

υποδοχής ΑΞΕ στην E.E. είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ολλανδία,

κατέχοντας μερίδιο μεγαλύτερο από το 50% των συνολικών εισροών και εκροών

άμεσων ξένων επενδύσεων της E.E. Από την άλλη, οι τρεις «πρωταθλήτριες» χώρες

όσον αφορά τη διοχέτευση άμεσων ξένων επενδύσεων προς ξένες χώρες είναι το

Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία.

BPETANIKH ΥΠΕΡΟΧΗ

Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέχει κυρίαρχη θέση στις ροές ΑΞΕ της E.E., καθώς

απορροφά το 24% των εισροών και αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση του 27% των

συνολικών εκροών. Σύμφωνα με τον Pass et al. (1995) η υπεροχή αυτή οφείλεται

κυρίως στην «ανοιχτή πολιτική». Με τον όρο αυτόν εννοούμε συνήθως δέσμη

φορολογικών κινήτρων (μειώσεις φορολογικών συντελεστών στα εταιρικά κέρδη)

αλλά και επιχορηγήσεων / επιδοτήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πολιτική

που εφάρμοσαν τη δεκαετία του ’80 οι κυβερνήσεις Θάτσερ για τις ιαπωνικές

πολυεθνικές επιχειρήσεις προκειμένου να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις

στη χώρα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’60 το κύριο

βάρος των Βρετανών, όσον αφορά την ανάληψη άμεσων ξένων επενδύσεων στο

εξωτερικό, μετατοπίστηκε από τις χώρες της Κοινοπολιτείας (είναι όλες οι

Δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ πλην της Εσθονίας, της Λετονίας και της Λιθουανίας)

προς την E.E. και τις ΗΠΑ. Παράλληλα, ως χώρα υποδοχής, το Ηνωμένο Βασίλειο

δέχεται εισροές από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την E.E. Το Ηνωμένο Βασίλειο

καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις προτιμήσεις των αμερικανικών εκροών ΑΞΕ,

καθώς κατά το 1995 το 17% της συνολικής αμερικανικής άμεσης επένδυσης

κατευθύνθηκε στην εν λόγω χώρα. Τέλος, κατά την περίοδο 1951-1994 περίπου το

40% του συνόλου των ιαπωνικών επενδύσεων που διοχετεύονταν προς την E.E.

απορροφήθηκε επίσης από τη Μεγάλη Βρετανία.

ΑΞΕ KAI ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ

Σύμφωνα με τη θεωρία της ενδογενούς οικονομικής μεγέθυνσης (Endogenous

Economic Growth) οι ροές άμεσων ξένων επενδύσεων είναι δυνατόν να συμβάλουν,

άμεσα ή έμμεσα, στην αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης μιας χώρας. Πολλές από τις

εμπειρικές μελέτες εστιάζονται στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, στις οποίες

οι ΑΞΕ θεωρούνται η σημαντικότερη πηγή οικονομικής ανάπτυξης (Balasubramanyam

et al., 1996). Μικρότερης έντασης αποτελέσματα παρατηρούνται και στις χώρες

του αναπτυγμένου κόσμου. Σύμφωνα με τους Barrell et al. (1997), οι εισροές ΑΞΕ

έχουν συμβάλει στην οικονομική ανάπτυξη της E.E. για τους λόγους που

αναφέρονται παρακάτω:

* Οι αμερικανικές θυγατρικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε

χώρες της E.E. έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα στο να αντεπεξέρχονται με

μεγαλύτερη ευκολία στις δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης (R&D), συγκριτικά με

εταιρείες που εδρεύουν στην Αμερική.

* Οι αμερικανικές θυγατρικές εταιρείες του κατασκευαστικού κλάδου που

δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν κατά ένα τρίτο υψηλότερη

παραγωγικότητα εργασίας, σε σχέση με τις αντίστοιχες εγχώριες αμερικανικές

επιχειρήσεις.

* Τα επίπεδα των εισερχόμενων ΑΞΕ παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για

τα μικρότερα κράτη-μέλη της E.E. Για παράδειγμα, το 1989 στο Βέλγιο και την

Ιρλανδία το 59% της παραγωγής του κατασκευαστικού κλάδου παρήχθη από ξένες

θυγατρικές επιχειρήσεις.

Ο Barrell et al. (1997) εκτιμά ότι κατά την περίοδο 1972-1995 περίπου το 30%

της αύξησης της παραγωγικότητας του βρετανικού κατασκευαστικού κλάδου

αποδίδεται στις εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων.

ΑΞΕ KAI ΑΝΕΡΓΙΑ

Οι μεγάλες ροές άμεσων ξένων επενδύσεων που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια

στην E.E., παρότι γίνονται ευπρόσδεκτες από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών,

δημιουργούν συχνά ανησυχίες στην κοινή γνώμη αναφορικά με πιθανή αύξηση της

ανεργίας και τη συνεπαγόμενη επίπτωση στις αμοιβές. Φυσικά, οι αντιλήψεις και

οι πεποιθήσεις της κοινής γνώμης σχετικά με τη φιλελευθεροποίηση των ΑΞΕ

διαφέρουν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς διαμορφώνονται με βάση την

κουλτούρα, τις πολιτικές πεποιθήσεις και τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας

σε κάθε χώρα.

Στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, που χαρακτηρίζονται από σχετική

ακαμψία (π.χ. στις αγορές εργασίας της Γερμανίας και της Γαλλίας), η κοινή

γνώμη εκτιμά ότι η φιλελευθεροποίηση των ΑΞΕ μπορεί να παρακινήσει εγχώριες

επιχειρήσεις να μεταφέρουν την παραγωγή τους στο εξωτερικό, δηλαδή να

εξαγάγουν θέσεις εργασίας ή ακόμα ότι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των

εσωτερικών αμοιβών (Hatzius, 2000). Αντίθετα, σε μια εύκαμπτη αγορά εργασίας,

όπως η βρετανική, η κοινή γνώμη θεωρεί ότι η φιλελευθεροποίηση των άμεσων

ξένων επενδύσεων θα προσελκύσει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν

πρόσβαση στη μεγάλη αγορά της E.E.

TI ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ

Οι παραπάνω αντικρουόμενες απόψεις φαίνεται πως αντιπροσωπεύουν τις δύο όψεις

του ίδιου νομίσματος. Εντούτοις, οι μελέτες δείχνουν ότι:

* Ένα σημαντικό ποσοστό της παραγωγής της E.E. πραγματοποιείται από

ξένες θυγατρικές επιχειρήσεις. Παραδείγματος χάριν, στη γαλλική οικονομία

περίπου το 28% της παραγωγής του κατασκευαστικού κλάδου το 1996 παρήχθη από

εταιρείες ξένης ιδιοκτησίας. Αντίστοιχα στη Γερμανία, κατά το ίδιο έτος, το

12% της παραγωγής του κλάδου των κατασκευών παρήχθη από ξένες θυγατρικές

επιχειρήσεις.

* Ένα σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων στις λιγότερο εύκαμπτες αγορές

εργασίας της E.E, όπως στη γαλλική και τη γερμανική, απασχολείται από ξένες

θυγατρικές. Για παράδειγμα, το 1996 το 25% των εργαζομένων του γαλλικού

κατασκευαστικού κλάδου και το 8% των εργαζομένων του αντίστοιχου γερμανικού

κλάδου απασχολούνταν σε ξένες εταιρείες.

Επίσης, φαίνεται ότι:

* Μεγάλος αριθμός πολιτών της E.E. απασχολούνται σε πολυεθνικές

επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκτός της χώρας προέλευσής τους.

Παραδείγματος χάριν, το 30% του δυναμικού που απασχολούνταν στον γαλλικό

κατασκευαστικό τομέα εργάζονταν σε επιχειρήσεις που έδρευαν στο εξωτερικό

(Barrell et al., 1998).

* Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου 500.000 θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν

από ξένους επενδυτές, σύμφωνα με στοιχεία της περιόδου 1979-1998 (Griffiths et

al., 1999).

Τα παραπάνω εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων

έχουν ασκήσει θετική επίδραση στην ευρωπαϊκή παραγωγή και έχουν συμβάλει στη

δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στην E.E. (δείτε επίσης Hatzius, 2000).

Tips

Με τον όρο…

… «ανοιχτή πολιτική» εννοούμε συνήθως δέσμη φορολογικών κινήτρων

(μειώσεις φορολογικών συντελεστών στα εταιρικά κέρδη) αλλά και επιχορηγήσεων / επιδοτήσεων

Tips

Κύριες…

… χώρες υποδοχής ΑΞΕ στην E.E. είναι το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η

Ολλανδία, κατέχοντας μερίδιο μεγαλύτερο από το 50% των συνολικών εισροών και

εκροών άμεσων ξένων επενδύσεων της E.E.

Βιβλιογραφία

* Αγιομυργιανάκης Γ., Βλάσσης M., Thompson Η. (2006) Διεθνείς

Οικονομικές Σχέσεις, Rosili, Ελλάδα

* Zervoyianni Α., Argiros G., Agiomirgianakis G. (2006) European

Integration, Palgrave Macmillan, UK.

* Agiomirgianakis G. Μ., D. Asteriou, Κ. Papathoma (2004) «The

Determinants of Foreign Direct Investment: Α panel Data Study for the OECD

Countries» in Tsoukis C. Agiomirgianakis G. and Biswas Τ. (eds), Aspects of

Globalization: Macroeconomic and Capital Market Linkages in the Integrated

World Economy, Kluwer Academic Publishers, USA.

* Apergis Ν., D. Kyrkilis, Α. Rezitis (2002) «Exchange Rate Volatility

and Inward Foreign Direct Investment in Greece: The Prospect of EMU

Membership», Rivista Internazionale di Scienze Economiche e Commerciali, Vol.

IL, No. 4, pp. 539-552.

* Balasubramanyam V. Ν. Salisu, Sapsford S. (1996) «Foreign Direct

Investment and Growth in ΕΡ and IS Countries», The Economic Journal 106, pp.

92-105.

* Barrell R., Pain Ν. (1997) «Foreign Direct Investment, Technological

Change and Economic Growth Within Europe», The Economic Journal 107, pp.

1770-1786.

* (1998) «Real Exchange Rates, Agglomerations, And Irreversibilities:

Macroeconomic Policy and FDI in EMU», Oxford Review of Economic Policy, 14,

No. 3, pp. 152-167.

* Griffiths Α., Wall S. (1999) Applied Economics, 8th Ed Longman.,

London.

* Hatzius J. (2000) «Foreign Direct Investment and Factor Demand

Elasticities», European Economic Review 44, pp. 117-143.