Τάσος Αποστόλου: «Ακόμα ξεχωρίζουμε τη φωνητική τεχνική από την υποκριτική

του ρόλου. Ενώ συνδέονται άμεσα. Ο δάσκαλός μου, ο Βουτσίνος, μου έλεγε:

«Σκέψου τον πόνο του ρόλου, για να πάει η νότα στη σωστή θέση». Πρέπει να

αφήσεις το σώμα σου ελεύθερο, να βγει ο ήχος μόνος του. Και από μόνη της η

φύση κάπου στέλνει τον ήχο. Αλλιώς μιλάς όταν είσαι λυπημένος, αλλιώς όταν

είσαι χαρούμενος… Αν πας να τα απομονώσεις αυτά, η φωνή μπορεί να ακούγεται

ωραία αλλά στεγνώνει, δεν μεταδίδει απολύτως τίποτα» (εδώ, στη Λυρική Σκηνή,

στη μονόπρακτη όπερα «El Cimarron» του Χέντσε)

«H μουσική ήταν πάντα παρούσα στην οικογένεια. Και από τη μουσική ξεκίνησα –

πιάνο έκανα πρώτα, από μικρός. Παραστάσεις έβλεπα, βέβαια. Με τους δικούς μου

που με πήγαιναν στο θέατρο. Και στην Επίδαυρο. Αλλά στο Λύκειο ήταν που

αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Δεν ξέρω γιατί».

Δραματική Σχολή Βεάκη, απόφοιτος του 1989 και πρώτη του επαφή με το σανίδι στο

θέατρο «Αθηνά», στο «Καθάρσιο» του Γιώργου Χασάπογλου.

«Αποτυχία ήταν – κατέβηκε τα Χριστούγεννα». Είναι ειλικρινής ο Τάσος

Αποστόλου. Δεν κτίζει πλέγματα «δηθενισμού» γύρω του. Στα τριάντα έξι του,

γεννημένος στον Πειραιά, παράλληλα με τη Δραματική αρχίζει μαθήματα τραγουδιού

που συστηματοποιεί με τον Φραγκίσκο Βουτσίνο όταν τελειώνει τη Σχολή. «Χωρίς

να σκέφτομαι ότι θα κάνω όπερα. Απλώς γιατί είχα μια καλή φωνή, που ήθελα να

την εξελίξω και για το θέατρο. Την «πετριά» την πήρα όταν ήμουν στον Χορό της

«Αντιγόνης» του Μίνου Βολανάκη, στο Εθνικό, το ’95. H Έλλη Νικολαΐδου που

έκανε τη μουσική διδασκαλία μού είπε στις πρόβες: «Εσύ θα έρθεις να κάνεις

μάθημα μαζί μου». Έκανε μαθήματα δωρεάν. Κι άμα σου το έλεγε αυτό, κάτι

σήμαινε…».

Ιωάννης στην ουαϊλντική «Σαλώμη» του Δημήτρη Μαυρίκιου, στο «Αμόρε» – είναι η

πρώτη φορά που γίνεται «αισθητή» η παρουσία του – θα περάσει από αρκετούς

θιάσους. Τέλος της δεκαετίας του ’90 συνεργάζεται για πρώτη φορά με τη Λυρική,

σε μια παράσταση με σύγχρονες ελληνικές μονόπρακτες όπερες.

Μετά το σαιξπηρικό «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» των Δημήτρη Παπαδημητρίου –

Νίκου Χατζηπαπά που κάνει στο Εθνικό, φεύγει για τεχνική τελειοποίηση της

φωνής του στο Μιλάνο. Τρία χρόνια θα του πάρουν οι σπουδές στην Ιταλία.

Γυρίζοντας συνεργάζεται πάλι με τη Λυρική, στην περσινή πρώτη προσπάθεια του

Λουκά Καρυτινού να δημιουργήσει Πειραματική Σκηνή.

Φέτος η συνεργασία με τη Λυρική συνεχίζεται. Θα είναι ενεργά παρών και στη

δεύτερη εμφάνιση της Πειραματικής Σκηνής, με μαέστρο τον Θόδωρο Αντωνίου:

«Τατ» του Ιάκωβου Κονιτόπουλου και – μια έκπληξη – «El Cimarron» του Χανς

Βέρνερ Χέντσε. Ένα κομμάτι με απίθανες φωνητικές δυσκολίες, που ο

μπασοβαρύτονος Τάσος Αποστόλου επωμίζεται παλικαρίσια, εντυπωσιάζοντας με την

απόδοσή του.

«Είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει και νομίζω ότι δύσκολα θα μου τύχει κάτι

δυσκολότερο. Ήθελε μια θηριώδη δουλειά για να το μάθω μουσικά».

Έξυπνος άντρας, καλλιεργημένος, ώριμος, πανύψηλος, όμορφος, ευγενικός, με

χιούμορ, βαθιά φωνή, βαθύ, τρανταχτό γέλιο, συνεχίζει να ψάχνει και να

ψάχνεται.

Τον ρωτώ πώς αποφάσισε να φύγει στην Ιταλία αν και με καριέρα στρωμένη.

«Ήταν ένα ρίσκο. Έχοντας κάνει στο θέατρο πράγματα από πολύ καλά μέχρι πολύ

κακά, μετά το «Όνειρο» ένιωσα ένα φοβερό αδιέξοδο. Ότι δεν είχα από πουθενά να

μάθω πια. Ο Φραγκίσκος Βουτσίνος είχε πεθάνει…

Πήρα, λοιπόν, μια υποτροφία για το τραγούδι από το «Ωνάσειο» και έφυγα στο

Μιλάνο. Ήμουν ήδη στα τριάντα. Είχα, όμως, και την τεράστια τύχη να με δεχθούν

στο «Πίκολο Τεάτρο», όπου μπορούσα να πηγαίνω και στη σχολή και να παρακολουθώ

ό,τι ήθελα από τα μαθήματα αλλά και σε όλες τις πρόβες και να παρακολουθώ τη

διαδικασία. Άλλαξε η φιλοσοφία μου απέναντι στο θέατρο εντελώς. Ειδικά μέσα

από τη δουλειά με τον Ρονκόνι, που ήμουν συνέχεια δίπλα του. Όταν σκέφτομαι

τώρα τι έχω κάνει προηγουμένως και πώς το έχω κάνει, θέλω να φουντάρω… Θα

ήθελα να τα κάνω όλα απ’ την αρχή».

Είστε ικανοποιημένος απ’ ό,τι έχετε πράξει;

«Ύστερα από πολύ σκληρό αγώνα έχω βρει μια ισορροπία: τρόπους να δουλεύω, να

εξελίσσομαι… Ξέρω ότι ζω μια διαδικασία που δεν σταματάει ποτέ. Εκείνο μόνο

που, ώρες ώρες, είναι αφόρητο είναι η ανασφάλεια αυτής της δουλειάς. Πρέπει να

προσαρμοστώ…».

«Αν ήταν να επαναπαυθώ, γιατί να μη γίνω δημόσιος υπάλληλος;»

«Από αυτήν τη δουλειά ξέρεις ότι πολύ δύσκολα θα γίνεις πλούσιος. Οπότε, αν

ήταν να επαναπαυθώ, γιατί να μην πάω να γίνω δημόσιος υπάλληλος – ένα πτυχίο

της Νομικής το έχω… Να διαλέξω αυτήν τη δουλειά και να επαναπαύομαι το θεωρώ

γελοίο. Και έχω αρκετά ωριμάσει, ώστε αν βγουν πέντε άνθρωποι και με

χειροκροτήσουν να μην πω: «Τώρα έφτασα, ας κάτσω στις δάφνες μου». Θα χαρώ, θα

πετάξω από τη χαρά μου αλλά, βαθιά, αυτό δεν μου λέει τίποτα».

Σας αρέσει που ζείτε στον τόπο αυτό…

«Φιρί φιρί στην Eurovision το πάτε…». Γελάμε.

«Είναι και θέμα συνήθειας. Από ένα σημείο και μετά δεν μπορείς εύκολα να τα

διαχωρίσεις. Να ξεχάσω τι; Ότι έχω μεγαλώσει εδώ, με αυτούς τους ανθρώπους, με

αυτές τις εικόνες, με αυτά τα ακούσματα;».