H μουσική είναι η ηχώ της γλώσσας και έχει τον δικό της εθνικό χαρακτήρα σε

κάθε χώρα. Οι νότες, η έντασή τους και οι παύσεις ανάμεσά τους επηρεάζονται

από τη γλώσσα που μιλάει ο συνθέτης. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν επιστήμονες

που μελέτησαν τις αποκλίσεις ρυθμού και τόνου στη μουσική διαφόρων χωρών.

Όση διαφορά έχουν τα αγγλικά από τα γαλλικά, άλλη τόση έχει σε ρυθμό και

τονικότητα η μουσική του 19ου αιώνα των δύο χωρών. Κι αυτό φαίνεται σε

εκατοντάδες συνθέσεις που εξέτασαν οι ειδικοί. Στις φωτογραφίες ευρωπαϊκές

ορχήστρες σε διάσημες αίθουσες συναυλιών και (δεξιά) βαυαροί με παραδοσιακά

όργανα στην ύπαιθρο

Ερευνητές από το Ινστιτούτο Νευρολογίας του Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια

άρχισαν την αναζήτησή τους βάζοντας στο CD player κλασική μουσική του 19ου και

20ού αιώνα από την Αγγλία και τη Γαλλία. Επέλεξαν 16 συνθέτες και 318

κομμάτια, μόνο ορχηστρικά, χωρίς στίχους, καθώς το τραγούδι πάντα επηρεάζεται

από τη γλώσσα.

Ομοιότητες με τον λόγο. Άρχισαν την ανάλυση εξετάζοντας τον ρυθμό,

χρησιμοποιώντας ένα δείκτη μέτρησης που έχουν επινοήσει γλωσσολόγοι, ο οποίος

εξετάζει την απόσταση μεταξύ των φωνηέντων σε μία φράση. Αυτός ο δείκτης είναι

πολύ υψηλότερος στη βρετανική από ό,τι στη γαλλική γλώσσα. Το ίδιο συμβαίνει,

από ό,τι βρήκαν οι ερευνητές, και στη μουσική των δύο χωρών.

Προσπαθώντας να εξηγήσουν το γιατί η μουσική έχει ομοιότητες με τον λόγο, ο

Ανιρούντ Πατέλ, επικεφαλής της έρευνας, εξηγεί στο περιοδικό «New Scientist»

ότι ο λόγος διαμορφώνει τη μουσική. Οι συνθέτες αφομοιώνουν τα σχήματα λόγου –

το περίγραμμα του τόνου και του ρυθμού – που ακούν γύρω τους από την παιδική

ηλικία. Ασυνείδητα, χρησιμοποιούν το ίδιο στη μουσική τους. Το ίδιο κάνει και

το κοινό που ακούει τις συνθέσεις. Ο καθένας αναγνωρίζει μία μουσική ως δική

του, από τον τόπο του, οικεία.

Ρόλο στη διαμόρφωση της μουσικής παίζει και η ιστορία, όπως δείχνει η δουλειά

των επιστημόνων. Παρ’ όλο που η γερμανική γλώσσα έχει επίσης πολύ υψηλό δείκτη

μέτρησης των φωνηέντων, οι ρυθμοί της γερμανικής και αυστριακής μουσικής από

το μπαρόκ και την κλασική εποχή του 17ου και 18ου αιώνα έχουν πολύ χαμηλότερο.

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι γι’ αυτό ευθύνεται η ιταλική μουσική, που επηρέασε

πολύ τις μουσικές των δύο χωρών – τα ιταλικά έχουν επίσης χαμηλό δείκτη. Αλλά

μετά τον 17ο αιώνα, οι μουσικοί ρυθμοί της Γερμανίας και της Αυστρίας άλλαξαν

και έμοιασαν περισσότερο στη γλώσσα τους.

Άγραφη μουσική. Οι μέθοδοι του Πατέλ χρησιμοποιούνται και στη μελέτη

άλλων γλωσσών, όπως τα ουαλικά και τα ιαπωνικά. «H ομάδα μου ενδιαφέρεται

ιδιαίτερα για τη μουσική της Ταϊλάνδης επειδή η γλώσσα παρουσιάζει υψηλό

δείκτη στα φωνήεντα και η κλασική μουσική παράδοση είναι ιδιαίτερα

αναπτυγμένη». Επίσης η γλώσσα είναι τονική, θυμίζει τραγούδι και ο Πατέλ θέλει

να δει αν αυτό επηρεάζει τη μουσική. Άλλος τομέας ενδιαφέροντός του είναι οι

συνθέσεις χωρών που δεν έχουν γραπτή μουσική παράδοση, όπως στην Αφρική, για

να βρουν ποια είναι η σχέση μουσικής και γλώσσας. H ανάλυση αυτή μπορεί να

βρει πρακτική εφαρμογή στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, όπως για παράδειγμα στην

ανάπτυξη προγραμμάτων για τον υπολογιστή που θα ακούει τον χρήστη να μιλά μία

ξένη γλώσσα, θα μετρά την τονικότητα και τον ρυθμό και θα υποδεικνύει τα λάθη

στην προφορά.

Λιγότερο από το είδος των ήχων, περισσότερο από τον τόνο τους

Τι σχέση έχει η μουσική μιας χώρας με τη γλώσσα της; Πολύ στενή, λένε οι

επιστήμονες και για να το αποδείξουν μελετούν τις φυλές της Αφρικής, που δεν

διατηρούν γραπτώς τις συνθέσεις τους

H σχέση μουσικής και γλώσσας απασχολεί τους ερευνητές εδώ κι αιώνες. Μερικοί

πιστεύουν πως ίσως έχουν κοινή εξελικτική προέλευση. Ο Στίβεν Μπράουν, ειδικός

στη νευρολογία στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Σουηδίας, προτείνει τη θεωρία ότι

οι πρόγονοί μας ανέπτυξαν ένα σύστημα επικοινωνίας που αποκαλεί μουσική

γλώσσα, στην οποία το μήνυμα μεταδίδεται όχι τόσο από το είδος των ήχων, αλλά

από τον τόνο τους. Ένα είδος ομιλίας παρόμοιο με τον σύγχρονο λόγο θα μπορούσε

να εκφράζει συναισθήματα. Ο Μπράουν σημειώνει ότι υπάρχουν ζώα που

επικοινωνούν με τον τόνο της φωνής τους, όπως τα πουλιά που κελαηδούν ή οι

κραυγές φόβου πιθήκων της Αφρικής.

Τονικές γλώσσες. Ο επιστήμονας πιστεύει ότι κάποια κατάλοιπα της

μουσικής γλώσσας υπάρχουν σε τονικές γλώσσες, όπως οι διάφορες κινεζικές

διάλεκτοι, τα ιαπωνικά και οι σκανδιναβικές γλώσσες. Ο Δαρβίνος θα συμφωνούσε

μαζί του. Στο βιβλίο του «H προέλευση του ανθρώπου» του 1871 πιθανολογούσε πως

η γλώσσα μπορεί να είχε εξελιχθεί από ένα μουσικό είδος επικοινωνίας.

Αν έτσι έγινε πράγματι, τότε είναι φυσικό η γλώσσα και η μουσική να

επεξεργάζονται από το ίδιο τμήμα του εγκεφάλου. Για πολλά χρόνια δεν είχε

αποδειχθεί ότι υπήρχαν τέτοιες νευρολογικές διασυνδέσεις, καθώς μερικοί

άνθρωποι με εγκεφαλική βλάβη μπορούν να επεξεργαστούν τη μουσική αλλά όχι τις

λέξεις ή το αντίθετο.

Αλλά ο Ανιρούντ Πατέλ εξηγεί ότι αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις και

συμβαίνουν μόνο σε ανθρώπους που έχουν σπάνια μουσικά χαρίσματα, όπως ο Ρώσος

συνθέτης Βησσαρίων Σεμπάλιν.



Εσωτερικές αρμονίες

Ο Τσέχος συνθέτης Λέος Γιάνατσεκ ήταν σίγουρος πως ο κυματισμός της φωνής

στον καθημερινό λόγο κρύβει το κλειδί για την κατανόηση του συναισθηματικού

περιεχομένου της μουσικής. Όταν άκουγε ομιλίες, σημείωνε σ’ ένα χαρτί την

αύξηση και μείωση της τονικότητας των φράσεων σαν να ήταν μουσικές μελωδίες.

«Όταν κάποιος μού μιλά», εξηγούσε, «μπορεί να μην καταλάβω τι λέει αλλά

σίγουρα καταλαβαίνω την αύξηση και μείωση του τόνου.

Αμέσως ήξερα πώς είναι αυτός που έχω απέναντί μου: Πώς ένιωθε, αν έλεγε

ψέματα, αν ήταν αναστατωμένος. Οι ήχοι, ο κυματισμός του ανθρώπινου λόγου,

κρύβουν για μένα τις βαθύτερες αλήθειες».

Ποιο ήρθε πρώτο. Σύγχρονες μελέτες απεικόνισης νευρολογικής

δραστηριότητας δείχνουν ότι οι επικαλυπτόμενες περιοχές του εγκεφάλου

ενεργοποιούνται όταν ο άνθρωπος ακούει μουσική ή ομιλίες – παρά το γεγονός ότι

η γλώσσα αναφέρεται σε πολύ συγκεκριμένα αντικείμενα, ιδέες και πράξεις με

τρόπο που η μουσική δεν μπορεί. «Δεν νομίζω πως θα μάθουμε ποτέ ποιο ήρθε

πρώτο, η γλώσσα ή η μουσική», λέει ο Πατέλ.

Επιμέλεια: Στέφανος Κρίκκης, Εύη Ελευθεριάδου