Το έργο: Αν μια νύχτα του χειμώνα. που ανέβασε το Δημοτικό Θέατρο

Πάτρας, παίζεται ώς τις 24/4 στο Θέατρο Τέχνης.

Πρόκειται για τη διασκευή τού «Άνθρωπος και Αρχοντάνθρωπος», του

Ναπολιτάνου θεατρικού συγγραφέα Εντουάρντο Ντε Φιλίπο (1900-1964), την οποία

υπογράφει ο σκηνοθέτης της παράστασης Βασίλης Παπαβασιλείου.

Ο τίτλος του έργου προκύπτει από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο και

από την άποψη τού ότι κάθε βιβλίο γεννιέται σε σχέση και σε σύγκριση με

άλλα βιβλία.

Δεν είναι φυσικά στις προθέσεις μου ούτε στις αρμοδιότητές μου η θεατρική

κριτική, θα ήθελα μόνο να μεταφέρω τη μεγάλη ευχαρίστηση που μου προκάλεσε η

τόσο ευρηματική και διασκεδαστική αυτή παράσταση, αλλά και η αναγνώριση της

πόλης – της Νάπολης – μέσα από τα θεατρικά δρώμενα του έργου.

Καθώς εκτυλίσσεται η παράσταση διαπιστώνεις ότι το δημόσιο και το ιδιωτικό, το

μέσα και το έξω, έχουν όρια ασαφή, στο θέατρο όπως και στη ζωή.

H Νάπολη είναι μια πόλη θεατρική. Οι άνθρωποι κινούνται με την ίδια άνεση και

στις δύο περιοχές και χαίρονται τα πολυσήμαντα «κατώφλια», την επικράτεια του

ανάμεσα (του ενδιάμεσου χώρου, του «in between», για να χρησιμοποιήσω

το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο). Μάλιστα θα έλεγα ότι μετατρέπουν με μεγάλη

ευκολία το μέσα σε έξω, το εσωτερικό σε εξωτερικό, το υπαίθριο σε κλειστό, κι

αυτό είναι ένα κεκτημένο δικαίωμα του δημόσιου βίου στην καθημερινή ζωή της

πόλης.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ως ευαίσθητος περιπλανώμενος αρχαιοδίφης του πολιτισμού

και της πόλης, έγραψε: «Στη Νάπολη, κάθε ατομική στάση και ιδιωτική

πράξη παρασύρεται από τα κύματα της κοινωνικής ζωής… Όσο πορώδης

είναι η πέτρα της, είναι και η αρχιτεκτονική της. Κτίσματα και

δράση αλληλοδιεισδύουν ανάμεσα στις αυλές, στις στοές και στα

κλιμακοστάσια, όλα τείνουν να μεταμορφωθούν σε ένα θέατρο από νέες

απρόβλεπτες συναντήσεις…».

Σε μια πόλη όπου το δημόσιο και το ιδιωτικό ανήκουν στην ίδια «θεατρική»

πραγματικότητα οι άνθρωποι βιώνουν το ύπαιθρο και τον δημόσιο χώρο με την

αθωότητα του παιδιού.

Όπως διαβάζουμε στο προσεγμένο πρόγραμμα της παράστασης, ο Ντομινίκ Φερνάντες

έγραψε: «Αγαπώ τη Νάπολη γιατί με βοηθάει να περιφρουρήσω μέσα μου την

παιδικότητά μου, να διαφυλάξω ανέγγιχτη αυτή την εσωτερική πληρότητα

που απειλείται, ροκανίζεται και εξευτελίζεται από τους καταναγκασμούς

της ενήλικης ζωής».

Αυτή τη χαμένη αθωότητα βιώνουν κάθε μέρα μαζί με τόσους άλλους και όσοι

αρχιτέκτονες επιμένουν να μην παραδοθούν στη σοβαροφάνεια της επιφανειακής

ωριμότητας, αρνούμενοι να σχεδιάσουν και να κατασκευάσουν μονοσήμαντους

υπαίθριους δημόσιους χώρους για αυστηρούς ενήλικες, μακριά από τον

ναπολιτάνικο παράδεισο αλλά και τον παράδεισο της δικής μας μεσογειακής

θεατρικότητας.

Ο τόπος μας έχει αντιστοιχίες με τη Νάπολη, κι αυτό που είναι τόσο βαθιά

τοπικό βρίσκεται στο κατώφλι του οικουμενικού.

Εμείς, στην ευλογημένη γη μας, έχουμε δημιουργήσει με το ύπαιθρο δεσμούς

προαιώνιους: «Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος», έγραψε ο Περικλής

Γιαννόπουλος – γνωστό απόφθεγμα στο οποίο ο Άρης Κωνσταντινίδης επανέρχεται

στα κείμενά του.

Δεν πρόκειται για νοσταλγικές αναπολήσεις, αλλά για την επιτακτική ανάγκη να

διαμορφώσουμε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης στη διαχείριση του χώρου, σε

μια εποχή μοναχικότητας και εσωστρέφειας, αλλά και φλογερών διακηρύξεων περί

διαφάνειας παντός είδους.

H αυξανόμενη αδιαφορία αλλά και η επιπόλαιη αντιμετώπιση του ανοιχτού δημόσιου

χώρου δεν συμβάλλει στην αναγνώριση της σημασίας και της πολυτιμότητάς του.

Αντίθετα, τροφοδοτεί την επιθετική εχθρότητα, αποκλείοντας προθέσεις

παιγνιώδεις στον σχεδιασμό, πολύ συγγενικές με το θέατρο, επιλογές ανοιχτές σε

δυνατότητες να «κατοικηθεί» το ύπαιθρο με διάφορους τρόπους σε διαφορετικές

εποχές και από διαφορετικές ηλικίες.

H Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.