Κάτω έχει τα σουβλάκια. Όχι όποια όποια σουβλάκια, τα καλύτερα σουβλάκια της

Αθήνας, σύμφωνα με όλων των γλωσσών τους τουριστικούς οδηγούς. Τζάμια

καινούργια γύρω γύρω, επέκταση στο απέναντι ισόγειο, τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο

και ευγενέστατους υπαλλήλους. Κι επάνω έχει το αρχαιότερο ημιτελές γιαπί του

Λεκανοπεδίου, που θα άξιζε επίσης να το γράφουν οι οδηγοί, όμως δεν το

γράφουν. Πριν από σαράντα χρόνια κάποιος ξεκίνησε να χτίσει μια πενταώ-ροφη

γωνιακή πολυκα-τοικία, έφτασε ώς τα τούβλα, δεν του βγήκαν τα λεφτά, πήρε τις

προκαταβολές κι άφησε το κατασκεύασμα να μαυρίζει. Τόσο μαύρο και κολασμένο

που μοιάζει να παρέχει το κάρβουνο για τα σουβλάκια, ίσως στην εντύπωση αυτή

να χρωστάνε τη φήμη τους. Τις προάλλες πάντως κάποιος αψήφησε τη

βρικολακιασμένη βρώμα, ανέβηκε στα μπαλκόνια του και κρέμασε μια τεράστια

ελληνική σημαία, να γιορτάσει την επέτειο. Την πιο μεγάλη από όλες που μπήκαν

στα γύρω μπαλκόνια, και μπήκαν πολλές, την πιο εκτυφλωτική, γιατί καμία δεν

έχει τόσο μαύρο φόντο. Ίσως να ήθελε να παραδειγματίσει και να φοβερίσει τους

διάφορους ετερόχθονες Βαλκάνιους που μαζεύονται για αναψυχή στα παγκάκια της

πλατειούλας, κι έχουν το θράσος να μιλούν και να διασκεδάζουν στις γλώσσες

τους τις ακαταλαβίστικες, που δεν μαθαίνονται ούτε στα φροντιστήρια. Ίσως να

ήθελε να εικονογραφήσει τη δόξα της μεταολυμπιακής Ελλάδας σε όλο της το

μεγαλείο. Το μεγαλόσχημο γιαπί που ρεύει και συσσωρεύει σαπίλα πάνω από το

πεντακάθαρο μαγαζάκι, το καινούργιο ροζ πεζοδρόμιο που ήδη καταλερώθηκε και

στρώνεται με ακαθαρσίες σκύλων, τα ταμπουρωμένα μπαλκόνια γύρω γύρω, τον άδειο

χώρο των αυτοκινήτων που είχαν φύγει εκδρομή να αποκαλύπτει λόφους σκουπιδιών,

πάνω στους οποίους θα ξαναπαρκάρισαν την Κυριακή το βράδυ και τις σημαίες να

ανεμίζουν περήφανα πάνω από όλα τούτα.