Στη ρωσική πόλη…

… Κίροφ έγινε παπάς ένας μηχανόβιος. Όταν έχει λειτουργία, το προαύλιο της

εκκλησίας πλημμυρίζει από τις μοτοσυκλέτες των ροκάδων φίλων του. Στο χωριό

Ζαπόζοκ, η παπαδιά κάνει στα κορίτσια μαθήματα αεροβικής δύο φορές την

εβδομάδα. Και ο παπάς κάνει στα αγόρια μαθήματα τζούντο για να τα τραβήξει από

την επιρροή της τοπικής εκκλησίας των Βαπτιστών. Ο Όλεγκ Κουζμίν ανήκει στη

γενιά εκείνων που έγιναν παπάδες στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η

Ορθόδοξη Εκκλησία έβρισκε όπως όπως πνευματικούς ηγέτες για τους ακέφαλους και

ερειπωμένους ναούς της. «Πίστευε και μη ερεύνα», που λένε.

Πότε πέρασαν…

… κιόλας τόσα χρόνια από τότε που έγραψε το «Candide» ο Βολταίρος (1759); Αν

ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, θα πιστέψουμε πως το έγραψε τώρα – ίσως γι’ αυτό,

όπως διαβάζουμε στο περιοδικό «Νιου Γιόρκερ», αυτό το βιβλίο εκδίδεται πάλι

στην Αμερική ύστερα από τόσα χρόνια. Ο «Αγαθούλης» ήταν μια σάτιρα κατά της

αισιοδοξίας του Ρουσώ. Και μια επίθεση κατά της οργανωμένης θρησκείας. H

συνταγή του Βολταίρου; «Να καλλιεργούμε τον κήπο μας». Του άρεσαν οι κήποι

(έστω και αν τους δικούς του έβαζε να τους καλλιεργούν άλλοι). Ήξερε πως ο

κήπος μας εύκολα μπορεί να πλημμυρίσει από κάθε λογής φανατικούς, υποκριτές

και φαρισαίους, ιησουίτες και ιεροεξεταστές. Και προέτρεπε τους ανθρώπους να

κρατούν κλειστή την αυλόπορτα. Δεν φτάνει αυτό, αλλά τουλάχιστον είναι κάτι.

Ο Βολταίρος..

… κυνηγήθηκε και εξορίστηκε για τις απόψεις του. Όμως κανείς Γάλλος δεν

μπορεί να μείνει μακριά από το Παρίσι για πάντα. Ήταν πια 84 ετών όταν πήρε

επιτέλους τον δρόμο της επιστροφής. Μολονότι δεν του είχε δοθεί χάρη επισήμως

(άλλωστε, ποτέ δεν είχε καταδικαστεί επισήμως), πίστευε πως οι αρχές δεν θα

έμπαιναν πια στον κόπο να τα βάλουν μαζί του. Βλέποντάς τον έτσι γέρο και

αχαμνό, η Εκκλησία έστειλε παπάδες για τον κάνουν να μετανοήσει. Ο Βολταίρος

τούς άφησε να μπουν. Ίσως μάλιστα να του άρεσε η ιδέα να εξομολογηθεί – επειδή

πάντα ευχαριστιόταν να πειράζει τους παπάδες ή επειδή τρόμαζε στην ιδέα πως θα

τον έριχναν σε έναν κοινό τάφο, όπως συνέβαινε τότε με όσους έφευγαν χωρίς να

εξομολογηθούν.

Με ένα στεναγμό…

… είπε στους παπάδες που τον επισκέφτηκαν για να τον εξορκίσουν στις αρετές

του Χριστού: «Κύριοι, μη μου μιλάτε πια γι’ αυτόν τον άνθρωπο και αφήστε με να

πεθάνω στην ησυχία μου». Ύστερα γύρισε το κεφάλι και άφησε την τελευταία του

πνοή. Ξέροντας πως ήταν παράνομο να μετακινήσουν και να θάψουν έναν πεθαμένο

«αδιάβαστο», οι παπάδες επέμειναν φορτικά να τον πάρουν από το Παρίσι και να

τον θάψουν κάπου ήσυχα, αφού πρώτα τον ντύσουν έτσι που να φαίνεται σαν να

ήταν ακόμη ζωντανός. Οι καημένοι, δεν ήξεραν πως ήταν.