Το πρόβλημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, που κατέστη επίκαιρο λόγω των

γνωστών υποθέσεων, δεν είναι μόνο ζήτημα θεσμών, αλλά και ζήτημα ιδεολογίας

και νοοτροπίας. Το Σύνταγμα δεν επιβάλλει ούτε μία πολιτειοκρατική αντίληψη

της Εκκλησίας, ούτε μια εκκλησιοκρατική αντίληψη του Κράτους. Επιβάλλει (άρθρο

13) τον απόλυτο σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας όλων των

πολιτών, oρθοδόξων και μη, τόσο ατομικά όσο και μέσω των θρησκευτικών και μη

ομολογιακών ενώσεών τους (Εκκλησιών, κοινοτήτων κ.ο.κ.). Επιβάλλει επίσης να

τηρούνται οι εκκλησιαστικοί κανόνες που διέπουν τη σχέση Εκκλησίας της Ελλάδος

και Οικουμενικού Πατριαρχείου (άρθρο 3). Όλα τα άλλα μπορούν και πρέπει να

ρυθμιστούν με τον νόμο, έτσι ώστε όλοι να νιώθουν ατομικά και συλλογικά

ελεύθεροι και ίσοι στα θέματα αυτά, το Κράτος να μην ασχολείται με ζητήματα

που δεν το αφορούν και η Εκκλησία να απαλλαγεί από πολιτειοκρατικές, δηλαδή

κοσμικές εξαρτήσεις, αλλά και εκκλησιοκρατικές ροπές.

Το γεγονός ότι δεν αναθεωρήθηκε το άρθρο 3, παρ’ ότι η αναθεώρησή του είχε

αρχικά προταθεί από το ΠΑΣΟΚ, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε διαμορφωθεί η

συνταγματικά αναγκαία συναίνεση μεταξύ των μεγάλων κομμάτων, αλλά και η

κοινωνικά αναγκαία συναίνεση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. H αναθεώρηση όμως

του άρθρου 3 και πολύ περισσότερο η κατάργησή του, ελάχιστα θα προσέφερε στη

διαμόρφωση μιας νέας τυπολογίας σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας, που ούτως ή

άλλως μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 13, ενώ θα προκαλούσε δυσεπίλυτα

προβλήματα στις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου,

φέροντας σε εξαιρετικά λεπτή θέση το Ελληνικό Κράτος.

Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας δεν είναι άλλωστε τίποτα άλλο από την πλήρη

εφαρμογή αφενός μεν της θρησκευτικής ελευθερίας, αφετέρου δε της

θρησκευτικής ισότητας. H πλήρης εφαρμογή της θρησκευτικής

ελευθερίας καλύπτει μία κρίσιμη σειρά θεμάτων όπως τη θρησκευτική

ουδετερότητα του Κράτους, την ίδρυση ναών και ευκτηρίων οίκων από τους μη

ορθοδόξους, το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος στην εκπαίδευση, την

αντιμετώπιση του φαινομένου του προσηλυτισμού και άλλα πολλά. Όλα αυτά αφορούν

τη συστηματική ερμηνεία και εφαρμογή μιας δέσμης ειδικότερων συνταγματικών

διατάξεων υπό το πρίσμα πάντοτε του άρθρου 13, δηλαδή της θρησκευτικής

ελευθερίας, όπως αυτή προσδιορίζεται από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού

Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Στα θέματα συνεπώς που συνάπτονται με τη θρησκευτική ελευθερία δεν υπάρχουν

ούτε διλήμματα ούτε περιθώρια άλλων πολιτικών αποφάσεων. Όλα επιβάλλονται από

κανόνες δικαίου αυξημένης τυπικής ισχύος.

Αντιθέτως, στο πεδίο της θρησκευτικής ισότητας πρέπει να γίνει μία βασική

διάκριση ανάμεσα στη μεταχείριση των ατόμων και τη μεταχείριση των

θρησκευτικών οντοτήτων. H θρησκευτική ισότητα σε ατομικό επίπεδο είναι επίσης

απόλυτα επιβεβλημένη χωρίς περιθώρια πολιτικών επιλογών. Στο επίπεδο όμως της

συλλογικής θρησκευτικής ισότητας πρέπει να γίνει μία βασική πολιτική και

κοινωνική επιλογή για το αν η θρησκευτική ισότητα μεταξύ Εκκλησιών ή

θρησκευτικών ομάδων και κοινοτήτων θα επιβληθεί στο υψηλότερο δυνατό, στο

χαμηλότερο δυνατό ή σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο.

Οι πολιτειοκρατικές απόψεις

Μια διαφορετική όμως ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας με απόλυτο

σεβασμό στη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα, υποκείμενο της οποίας – και

μάλιστα το συντριπτικά πολυπληθέστερο – είναι η ίδια η Ελλαδική Ορθόδοξη

Εκκλησία, προϋποθέτει απαλλαγή των εκπροσώπων τόσο της Πολιτείας όσο και της

Εκκλησίας από τις πολιτειοκρατικές αντιλήψεις που φαίνεται να είναι βαθιά

ριζωμένες ακόμη και σε εκφραστές της προοδευτικής πολιτικής σκέψης στην

Ελλάδα. Εφόσον θέλουμε χωρισμό, δηλαδή σαφή οριοθέτηση των σχέσεων των δύο

οντοτήτων, δεν μπορούμε να αναζητούμε λύσεις στα προβλήματα της Εκκλησίας μέσα

από πρωτοβουλίες της Πολιτείας. H Εκκλησία θα κάνει ό,τι μπορεί. Τα μέλη της

θα αξιολογήσουν το αποτέλεσμα, όπως θα το αξιολογήσει και η κοινωνία συνολικά.

Τα κρατικά όργανα και οι πολιτικοί θεσμοί μπορεί να διατυπώνουν ευχές ή

προτιμήσεις που εκφράζουν την κοινή γνώμη, σεβόμενοι όμως τους διακριτούς

ρόλους Κράτους – Εκκλησίας και το γεγονός ότι υπάρχουν πολίτες που έχουν άλλες

ή δεν έχουν καθόλου θρησκευτικές πεποιθήσεις. Σεβόμενοι επίσης το γεγονός ότι

η ανάπτυξη κομματικής δράσης με προτάσεις και πρωτοβουλίες στο εσωτερικό της

Εκκλησίας, ακόμη και αν ξεκινά από τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί να αποβεί

ιδιαίτερα βλαπτική και για την Πολιτεία και για την Εκκλησία, γιατί παραβιάζει

τη θρησκευτική ελευθερία και μπορεί να διχάσει χωρίς λόγο τους πολίτες.

Άλλωστε αυτό θα νομιμοποιούσε, αντίστροφα, την Εκκλησία να αναπτύσσει

πολιτικές πρωτοβουλίες, πράγμα που δεν είναι ούτε θεμιτό ούτε επιθυμητό.

Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι το ισχύον σύστημα σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας

επιβλήθηκε μετά τη συγκρότηση του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους (σε συνδυασμό

και με την αυτοκεφαλία της Ελλαδικής Εκκλησίας) με πρωτοβουλία της Πολιτείας

και με στόχο τον έλεγχο της Εκκλησίας από την κρατική εξουσία.

H κάθαρση συνεπώς στην Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει

πολιτειοκρατικά. Δεν μπορεί να είμαστε και υπέρ του χωρισμού και υπέρ της

κρατικής, δηλαδή νομοθετικής επέμβασης στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Αυτό

εμπεριέχει το ενδεχόμενο μια Εκκλησία μικρότερης κοινωνικής εμβέλειας να έχει

μια ετεροβαρή και άρα πιο μαχητική πολιτική θέση, με ό,τι όμως αυτό

συνεπάγεται για τη στάση του συνόλου της κοινωνίας. Κάθε λύση έχει συνεπώς το

δικό της κόστος.

Το εκκλησιολογικό πρόβλημα

Κατά την ίδια λογική πρέπει να γίνει αντιληπτό από την Εκκλησία ότι τα

βαθύτερα αίτια των προβλημάτων που αντιμετωπίζει δεν είναι πολιτειολογικά,

αλλά εκκλησιολογικά. Αφορούν την ποιότητα των προσώπων, αλλά και θεμελιώδη

ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας της Εκκλησίας κατά το κανονικό δίκαιο της

Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι κατά το κρατικό δίκαιο. Όλα όσα την απασχολούν

είναι εν τέλει ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής των ιερών κανόνων στη σημερινή

εποχή: Ο περιορισμός του αριθμού των ιερομονάχων που κατέχουν εφημεριακές

σχέσεις, η διαδικασία και τα κριτήρια εκλογής των επισκόπων, η ηλικία και τα

προσόντα των χειροτονουμένων, η ενίσχυση του ρόλου των έγγαμων κληρικών που

είναι συμπάρεδροι και όχι υπάλληλοι των επισκόπων και κυρίως η συμμετοχή του

λαϊκού στοιχείου στη ζωή της Εκκλησίας και στα όργανα διοίκησης και

οικονομικής διαχείρισης είναι ζητήματα που πρέπει να τεθούν με πιο άμεσο και

θαρραλέο τρόπο. Για όλα αυτά δεν απαιτείται ούτε οικουμενική ούτε καν

πανορθόδοξη σύνοδος, αλλά βούληση της διοικούσας Εκκλησίας.