H Έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την ελληνική οικονομία και τις

προοπτικές της, καθώς και η ενδιάμεση έκθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για τη

νομισματική πολιτική, αναφέρονται, μεταξύ των άλλων, στην αναγκαιότητα λήψης

νέων παρεμβάσεων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας, γιατί

διαφορετικά, όπως υποστηρίζεται στην Έκθεση του ΔΝΤ, μετά το 2010 θα υπάρχει

από μέρους των Ασφαλιστικών Ταμείων αδυναμία καταβολής των συντάξεων καθώς και

των άλλων κοινωνικών παροχών.

H αναφορά αυτή αναδεικνύει τρία σημαντικά ζητήματα: Το πρώτο σχετίζεται

με την ύπαρξη ή μη τεκμηρίωσης αυτής της πρόβλεψης, για ένα τόσο σοβαρό θέμα

που απασχολεί το σύνολο του ελληνικού και ένα μέρος του μεταναστευτικού

πληθυσμού στη χώρα μας. Θεωρούμε ότι η σοβαρότητα του θέματος δεν επιτρέπει

την ανακοίνωση τέτοιων προβλέψεων χωρίς να συνοδεύεται από την απαραίτητη

τεκμηρίωση, η οποία όλοι συμφωνούμε ότι συνάδει με την επιστημονική

δεοντολογία και την αποφυγή συνθηκών κινδυνολογίας. Το δεύτερο

σχετίζεται με τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο των νέων παρεμβάσεων στο

σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, για τις οποίες οι προτάσεις του Διεθνούς

Νομισματικού Ταμείου συμπίπτουν με αυτές που αναφέρονται κυρίως στη μείωση των

συντάξεων και στη μετατροπή του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος από

διανεμητικό (κοινωνική αλληλεγγύη) σε κεφαλαιοποιητικό (εξατομίκευση της

ασφάλισης). Το τρίτο αναφέρεται στη διαπίστωση ότι τα κεντρικά

προβλήματα της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα είναι η υποχρηματοδότησή της

και το χαμηλό επίπεδο των παροχών για τη συντριπτική πλειονότητα του

πληθυσμού.

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως λανθασμένα υποστηρίζεται ότι «έχει κλείσει

το Ασφαλιστικό, γι’ αυτό πρέπει ν’ ανοίξει». Το Ασφαλιστικό είναι ανοικτό και

αυτό που χρειάζεται είναι η άμεση υλοποίηση των κατευθύνσεων που με σαφήνεια

αναφέρονται στο πρόσφατα διαμορφούμενο θεσμικό πλαίσιο (ένταξη των Ειδικών

Ταμείων στο ETAM σε όφελος του Ταμείου και όχι των επιχειρήσεων, όπως

τραπεζών, κ.λπ., ενοποίηση της Επικουρικής Ασφάλισης, πληροφοριακός

εκσυγχρονισμός των Ασφαλιστικών Ταμείων, συνεπής και συνεχής χρηματοδότηση της

κοινωνικής ασφάλισης από το κράτος, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του N.

3029/02, κ.λπ).

Επομένως, αναδεικνύεται με τον πιο σαφή τρόπο ότι η κοινωνική ασφάλιση στην

Ελλάδα δεν χρειάζεται νέες παρεμβάσεις και ιδιαίτερα του χαρακτήρα και του

περιεχομένου που προτείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Τράπεζα της

Ελλάδος. Άμεσα χρειάζεται η λήψη εξειδικευμένων μέτρων πολιτικής στην

κατεύθυνση των στρατηγικών επιδιώξεων του νέου θεσμικού πλαισίου και η

αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης και της αναλογιστικής προοπτικής του

κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος. Παράλληλα, απαιτείται η διαμόρφωση ενός

νέου Συμφώνου μεταξύ των γενεών, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από τους

συνταξιούχους και τη γήρανση του πληθυσμού στους νέους και στην αύξηση της

απασχόλησής τους, προσδίδοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην κοινωνική ασφάλιση

πληθυσμιακή ανανέωση και χρηματο-οικονομική αναζωογόνηση.

Βέβαια, είναι φανερό ότι ο σχεδιασμός του νέου Συμφώνου μεταξύ των γενεών και

η υλοποίηση των κατευθύνσεων του νέου θεσμικού πλαισίου προϋποθέτουν βαθιά

γνώση, συστηματική και μεθοδική προετοιμασία καθώς και μέτρα λειτουργικού

εκσυγχρονισμού, των οποίων συνολικά οι επιδόσεις στο τέλος της δεκαετίας θα

έχουν εξασφαλίσει σταδιακά τις αναγκαίες συνθήκες οργανωτικο-λειτουργικής,

ασφαλιστικής και χρηματοδοτικής εξυγίανσης του συστήματος κοινωνικών

ασφαλίσεων, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε επώδυνα μέτρα για τους

ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.

H παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι για την κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα δεν

υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής του «νόμου του εφησυχασμού» ή του «νόμου του

αυτόματου πιλότου». Μία τέτοια επιλογή θα συνέβαλε στη σταδιακή συρρίκνωση του

συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων και θα αποτελούσε την αφετηρία της αποδόμησής

του κατά τα επόμενα χρόνια.

Έτσι, η αποτροπή των τάσεων συρρίκνωσής του απαιτεί την εγρήγορση των

κοινωνικών δυνάμεων και την κινητοποίηση των φορέων σχεδιασμού και υλοποίησης

της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής, στην κατεύθυνση του λειτουργικού

εκσυγχρονισμού και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας με την ενδυνάμωση της

κοινωνικής αλληλεγγύης και της διανεμητικότητάς του, η οποία, μεταξύ των

άλλων, θα επιτευχθεί με την ισόρροπη σχέση οικονομικής και κοινωνικής

πολιτικής.

Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να υπογραμμισθεί πως η πρόσφατη διαπίστωση

ότι το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος στην Αγγλία θα προσεγγίσει τα

100 δισ. δολάρια τον χρόνο εάν δεν αυξηθεί στο άμεσο μέλλον είτε το όριο

ηλικίας συνταξιοδότησης στα 70 έτη, είτε δεν μειωθούν οι συντάξεις κατά 30%,

αναφέρεται κυρίως στο κεφαλαιοποιητικό (επαγγελματική σύνταξη) και όχι στο

διανεμητικό σύστημα. Πράγματι, ο κεφαλαιοποιητικός αυτός πυλώνας στην Αγγλία

απώλεσε σημαντικό τμήμα του αποθεματικού του κεφαλαίου εξαιτίας της χρεοκοπίας

επιχειρήσεων και των απωλειών που σημείωσαν οι επενδύσεις του στο

χρηματιστήριο, με αποτέλεσμα να γίνεται επίκληση της προσφυγής, για τη

«διάσωση» του ασφαλιστικού συστήματος της M. Βρετανίας, στη μείωση των

επαγγελματικών συντάξεων ή στην αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθ. Παντείου Πανεπιστημίου, επιστ. δ/ντής

INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.