Εδώ και 4 χρόνια επαναλαμβάνω μονότονα και σε όλο υψηλότερους τόνους ότι τα

μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα είναι η συνεχής μείωση της

ανταγωνιστικότητας, η ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να ανταποκριθεί

στις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες, και τέλος η διάλυση της Δημόσιας

Διοίκησης.

Αυτή την εβδομάδα συζητείται στη Βουλή (σε τρεις συνεδριάσεις αντί των 6 που

θα χρειάζονταν) το φορολογικό νομοσχέδιο, προπομπός του προϋπολογισμού. Το

πρώτο ερώτημα που θέτω είναι αν το φορολογικό νομοσχέδιο συμβάλλει στη

βελτίωση της ανταγωνιστικότητας ή όχι. H απάντηση είναι ότι μολονότι οι

περισσότερες διατάξεις του κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, η κάθε μια από

αυτές είναι τόσο μικρή, ασήμαντη και άτολμη, ώστε, ούτε όλες μαζί ούτε και

κάθε μια χωριστά θα έχουν οποιαδήποτε επίδραση στην καθοδική φορά της

ανταγωνιστικότητας. Εδώ και τουλάχιστον 4 χρόνια κινούμεθα προς τη λάθος

κατεύθυνση και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου θα εξακολουθήσουμε να κινούμεθα

προς τη λάθος κατεύθυνση. Κατανοώ την κυβερνητική επιθυμία να προχωρήσει μόνο

σε ήπιες προσαρμογές για να μη διαταράξει τις κοινωνικές ισορροπίες που

διαμόρφωσαν την πλειοψηφία της, αλλά δεν κατανοώ προσαρμογές που δεν επιφέρουν

αποτέλεσμα, δεν είναι ικανές να αναστρέψουν την ακολουθούμενη καθοδική πορεία.

Ο ρόλος των επιχειρήσεων

Θα σταθώ σε ένα ζήτημα που συγκέντρωσε την προσοχή της κοινής γνώμης τις

τελευταίες ημέρες: τη φορολόγηση των επιχειρήσεων. Το νομοσχέδιο προβλέπει τη

σταδιακή μείωση, σε μια τριετία, αρχίζοντας από το οικονομικό έτος 2006, του

συντελεστή 35% σε 25%. H εισηγητική έκθεση για το νομοσχέδιο ορθώς παρατηρεί

ότι ο συντελεστής 35% είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη.

H «επιχείρηση», μικρή ή μεγάλη, είναι ο βασικός μοχλός διατηρήσιμης ανάπτυξης.

H επιχείρηση δημιουργεί πλούτο, η επιχείρηση δημιουργεί θέσεις εργασίας. H

επιχείρηση και όσοι εργάζονται στις επιχειρήσεις είναι εκείνοι που

συνεισφέρουν τους φόρους για να πληρώνονται οι εκατοντάδες χιλιάδες μόνιμοι

και συμβασιούχοι δημόσιοι υπάλληλοι, είναι εκείνοι που δίνουν τα λεφτά για να

ψηφοθηρούν οι πολιτικοί. H επιχείρηση ως θεσμός, ιδίως η A.E., είναι ο σχετικά

νέος θεσμός στον οποίο οφείλεται ο πλούτος του δυτικού κόσμου. H Σοβιετική

Ένωση πίστεψε ανοήτως ότι μπορούσε να προκόψει χωρίς επιχειρήσεις και

κατέρρευσε. H κομμουνιστική Κίνα δεν έμεινε προσκολλημένη στο ίδιο λάθος.

Αναγνώρισε την σημασία του θεσμού και εξελίσσεται γρήγορα σε έναν από τους

μεγαλύτερους οικονομικούς παίκτες της υφηλίου σκορπίζοντας ευημερία σε

εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζους. H Κίνα φορολογεί τις ξένες εταιρείες με 20%

και τις ντόπιες με 33%. Ο φόρος όμως για τις ντόπιες περιορίζεται σε 24% έως

15% όταν οι επιχειρήσεις εδρεύουν στις παραλιακές επιχειρηματικές ζώνες. Μπορώ

να κατανοήσω το πάθος του σοβιετικά ορθόδοξου Κομμουνιστικού Κόμματος της

Ελλάδας απέναντι στην επιχείρηση, ομολογώ όμως ότι δεν αντιλαμβάνομαι την

αντίστοιχη έχθρα που αποπνέουν οι τοποθετήσεις στα παράθυρα της τηλεόρασης

διαφόρων στελεχών της N.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Υπάρχει μια διαδεδομένη αλλά

λανθασμένη αντίληψη. H ταύτιση επιχείρησης και επιχειρηματία. Οι

επιχειρηματίες μπορούν να αντλήσουν χρήματα από την επιχείρηση με τρεις

τρόπους:

1. με αμοιβές και μισθούς που φορολογούνται με βάση την κλίμακα

φορολογίας φυσικών προσώπων,

2. με μερίσματα που μπορούν να φορολογούνται και αυτά είτε με ειδικό

τρόπο στην πηγή είτε με βάση την κλίμακα και

3. κλέβοντας την επιχείρηση και συγχρόνως και την Εφορία. Συνεπώς η

μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων δεν σημαίνει μείωση της φορολογίας των

επιχειρηματιών και των πλουσίων. H Σουηδία, για παράδειγμα, ενώ φορολογεί

λιγότερο τις επιχειρήσεις από εμάς – 28% αντί του δικού μας 35% -, φορολογεί

πολύ περισσότερο από εμάς τους πλούσιους επιχειρηματίες.

Με 15% ξανά στο παιχνίδι

Τι προτείνω; Την άμεση μείωση της φορολογίας των κάθε είδους επιχειρήσεων στο

15%. Το ποσοστό αυτό θα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, θα παραμένει όμως

πάνω από το ποσοστό της Ιρλανδίας και της Κύπρου. Με 15% φόρο στις

επιχειρήσεις, η Ελλάδα ξαναμπαίνει στο παιχνίδι για ξένες επενδύσεις. Έχει

επιτέλους κάτι να προβάλει, ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Με μόνο αυτή την

κίνηση δεν θα πλημμυρίσουμε επενδύσεις. Ο χαμηλός συντελεστής δεν θα

εξαφανίσει τα μειονεκτήματα του εκπαιδευτικού συστήματος ούτε θα φτιάξει τη

Δημόσια Διοίκηση, θα είναι όμως μια κοτρώνα στα λιμνάζοντα νερά.

Φορολογούμε τα… καλά

H πρότασή μου έχει κόστος που πρέπει να καλυφθεί. Στον τόπο μας, δέσμιοι του

έρποντος λαϊκισμού, έχομε επιτύχει το εξής φορολογικό παράδοξο: Ό,τι είναι

νοσηρό για την υγεία και το περιβάλλον, ό,τι βλάπτει, το φορολογούμε λιγότερο

από ό,τι η υπόλοιπη Ευρώπη. Αντιθέτως, ό,τι μπορεί να ωφελήσει, να δώσει

δουλειά, να αυξήσει τον πλούτο και την ευημερία, ό,τι είναι δηλαδή καλό, το

φορολογούμε περισσότερο από την υπόλοιπη Ευρώπη. Έχομε από τους υψηλότερους

συντελεστές φορολόγησης της επιχείρησης και της εργασίας με τις τεράστιες

ασφαλιστικές εισφορές και συγχρόνως έχομε τη χαμηλότερη φορολογία στη βενζίνη,

στα τσιγάρα και στο οινόπνευμα. H πρότασή μου είναι λοιπόν να εξορθολογίσουμε

τις φορολογικές επιβαρύνσεις ακολουθώντας την ευρωπαϊκή πεπατημένη.

Το μήνυμά μου σε κάθε νέο άνθρωπο είναι: καλύτερα να έχεις δουλειά και να

πληρώνεις το Marlboro και το ουίσκι σου ακριβότερα, παρά να μην έχεις δουλειά

για να μην ακριβύνουν τα τσιγάρα σου και το ποτό σου.

Συγκεκριμένα θεωρώ ότι μπορούν να επιβαρυνθούν τα καύσιμα κίνησης παραμένοντας

όμως ακόμη φθηνότερα από την υπόλοιπη Ευρώπη και να ακριβύνουν τα τσιγάρα και

τα ποτά τόσο, όσο χρειάζεται η κάλυψη της απώλειας εσόδων που θα προκαλέσει

βραχυπρόθεσμα η μείωση των συντελεστών στις επιχειρήσεις. Θα προτιμούσα να

καλυφθεί η μείωση των εσόδων και με τη μείωση των κρατικών δαπανών, αλλά από

τη μέχρι σήμερα συμπεριφορά της κυβέρνησης, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εφικτό.

Μερίσματα – αποθεματικά

Για την πληρότητα της πρότασής μου θα αναφερθώ σε δύο επιμέρους σχετικά

θέματα.

* Μερίσματα: τι θα γίνει με αυτά; σωστό και δίκαιο θα ήταν, όχι μόνο τα

μερίσματα, αλλά και τα κάθε είδους έσοδα από τόκους κ.λπ. να φορολογούνται με

βάση τη φορολογική κλίμακα. Κάτι τέτοιο, όμως, θα προσέκρουε στον ύφαλο των

ήπιων αλλαγών και στην ανεπάρκεια της διοικητικής μηχανής. Συνεπώς, με τα

δεδομένα αυτά, η ορθότερη λύση είναι να φορολογούνται όταν καταλήγουν σε

φυσικά πρόσωπα με παρακρατούμενο φόρο 10% – όσος ακριβώς θα είναι εφεξής ο

ενιαίος φόρος στους τόκους, τα ρέπος και τα ομόλογα. Με αυτό τον τρόπο το

σύνολο των επιχειρηματικών κερδών θα φορολογείται με 15%, τα δε μερίσματα με

επιπλέον 10%.

* Αφορολόγητα αποθεματικά που σήμερα μειώνουν τη φορολογική επιβάρυνση

μερικών επιλεγμένων επιχειρήσεων: με αυτά τι θα γίνει; Προτείνω την ολοσχερή

κατάργησή τους. Έτσι η επιβάρυνση από τη μείωση του συντελεστή σε 15%

περιορίζεται σημαντικά, περιορίζονται επίσης σημαντικά οι προστριβές

φορολογουμένων και Εφορίας, περιορίζονται οι ευκαιρίες χρηματισμού,

απλοποιείται το φορολογικό σύστημα.

Το ύψος των διοδίων

Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να κάνω και άλλες παρατηρήσεις για το φορολογικό

νομοσχέδιο – μολονότι υπάρχουν πολλές – αλλά, με την ευκαιρία αυτού του

σημειώματος, θα ήθελα να ζητήσω να γίνει άλλη μια προσαρμογή: τα διόδια στις

εθνικές οδούς είναι περίπου το 1/8 των διοδίων που ισχύουν στην Ιταλία. Το

γεγονός έχει σημαντικές συνέπειες, ιδιαίτερα για το 2005 κατά το οποίο

περιορίζονται δραστικά οι δημόσιες επενδύσεις. Αν τριπλασιασθούν τα διόδια –

παραμείνουν δηλαδή στα 3/8 των ιταλικών – υπάρχει ελπίδα να βρεθούν

ενδιαφερόμενοι να κατασκευάσουν επιτέλους τις εθνικές οδούς με

αυτοχρηματοδότηση κατά το πρότυπο της Αττικής Οδού. Ο κάτοικος του Αντιρρίου

διασχίζει τη γέφυρα με 9 ευρώ διόδιο και από εκεί μέχρι την Αθήνα πληρώνει

3,20 ευρώ για να μην έχει εθνική οδό μέχρι την Κόρινθο, για να σκοτώνεται με

μεγάλη συχνότητα και από την Κόρινθο μέχρι την Αθήνα να υφίσταται τις

κακοτεχνίες και τις σήραγγες που δεν λένε να τελειώσουν (χώρια τι έχουν

κοστίσει!). Αν τα διόδια των 3,20 ευρώ γίνονταν 9,60 ευρώ, θεωρώ εξαιρετικά

πιθανό να βρίσκονταν σχήματα έτοιμα να αναλάβουν να κατασκευάσουν μια εθνική

οδό πρότυπο, όπως είναι η Αττική Οδός. Αν όλες οι εθνικές οδοί γίνουν με

αυτοχρηματοδότηση, θα απελευθερωθούν τεράστιοι δημόσιοι πόροι που θα μπορέσουν

να κατευθυνθούν σε ξεχασμένες περιφέρειες της Ελλάδας.

Οι παραπάνω προτάσεις είναι στοιχεία μιας άλλης πολιτικής που μπορεί να

αλλάξει το σκηνικό και, αν εξηγηθεί σωστά, να περάσει το κυβερνητικό τεστ της

ηπιότητας.

Ο Στέφανος Μάνος είναι ανεξάρτητος βουλευτής.