Λαχανιασμένοι, με τα πρόσωπά μας γεμάτα σκόνη, διασχίζουμε το τελευταίο

πέρασμα των 4.000 μέτρων και για πρώτη φορά βλέπουμε από κάτω τη Λο Μαντάνγκ,

φωλιασμένη στη σκιά του οροπεδίου του Θιβέτ.

Χρειάστηκαν δύο ανατριχιαστικές πτήσεις με δικινητήρια ελικοφόρα αεροπλάνα και

τέσσερις ημέρες περπάτημα μέσα από άνυδρα σεληνιακά τοπία και βαθιές χαράδρες

για να φτάσουμε στην πρωτεύουσα του Μαστάνγκ, του απομακρυσμένου ορεινού

βασιλείου στα σύνορα του Νεπάλ με το Θιβέτ. Αλλά μέσα στην αρχαία

περιτειχισμένη πόλη βρίσκεται η ανταμοιβή μας: θα μας δεχθεί ο 25ος βασιλιάς

του Μαστάνγκ, απευθείας απόγονος του Άμε Παλ, του Θιβετιανού πολεμιστή που

ίδρυσε το 1380 το βουδιστικό βασίλειο του Λο.

Ώς το 1992, μια τέτοια συνάντηση θα ήταν αδύνατη. Το Μαστάνγκ ήταν απρόσιτο

για τους ξένους τουρίστες λόγω των ευαίσθητων συνόρων του με το Θιβέτ. Ακόμη

και σήμερα, μπορούν να το επισκέπτονται μόνο 1.000 επισκέπτες κάθε χρόνο και

καθένας τους πρέπει να πληρώσει 700 δολάρια για μια άδεια παραμονής δέκα

ημερών. Ως αποτέλεσμα, είναι σχεδόν απρόσβλητο από τη δυτική επιρροή και ίσως

το τελευταίο προκεχωρημένο φυλάκιο το αυθεντικού θιβετιανού πολιτισμού, ο

οποίος έχει πλέον υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές από την κινεζική κατοχή του

ίδιου του Θιβέτ. Προσφέρει επίσης μία από τις πιο θεαματικές πεζοπορίες στο

Νεπάλ, καθώς ο επισκέπτης πρέπει να ακολουθήσει τη διαδρομή της παρθένας

κοιλάδας του ποταμού Κάλι Γκαντάκι – το βαθύτερο φαράγγι στον κόσμο – κάτω από

δύο από τις ψηλότερες κορυφές των Ιμαλαΐων, των Νιλγκίρι και Νταουλαγκίρι.

Ο βασιλιάς Γίγκμε Παλμπάρ Μπίστα κυβερνά τους 7.000 υπηκόους του από ένα

τετραώροφο ανάκτορο που δεσπόζει στο Λο Μαντάνγκ, έναν μεσαιωνικό οικισμό

αποτελούμενο από πέτρινα σπίτια και μοναστήρια. Άλογα και γιάκ, τα

χαρακτηριστικά βόδια του Θιβέτ, περιφέρονται στους στενούς, σκονισμένους

δρόμους του. Αφού στήσαμε τον καταυλισμό μας, στείλαμε μήνυμα στο παλάτι

ζητώντας ακρόαση και ξεκινήσαμε σε αναζήτηση μπίρας και ντους – που αναμφίβολα

το είχαμε μεγάλη ανάγκη.


Μόνο 1.000 επισκέπτες κάθε χρόνο μπορούν να επισκέπτονται το Μαστάνγκ και

καθένας τους πρέπει να πληρώσει 700 δολάρια για μια άδεια παραμονής δέκα ημερών

Το πρόγραμμα του βασιλιά είναι πολύ φορτωμένο λόγω των προετοιμασιών για την

τριήμερη γιορτή Τίτζι («Κυνήγι του Δαίμονα») που σηματοδοτεί το τέλος της

εποχής της ξηρασίας. Αλλά το επόμενο πρωί λάβαμε μήνυμα. H μεγαλειότητά του θα

μας δεχθεί. Σπεύσαμε στο ανάκτορο όπου, αφού περάσαμε μια σειρά μπρούντζινων

τροχών προσευχής, ανεβήκαμε μια ξύλινη σκάλα και διασχίσαμε διαδρόμους που

αντηχούσαν από βουδιστικές προσευχές, μέχρι που φτάσαμε σε μια ταπεινή,

ηλιόλουστη αίθουσα υποδοχής στον τρίτο όροφο.

Ο μονάρχης. Καθισμένος στην άκρη ενός κρεβατιού, φορώντας ένα απλό

βαμβακερό σακάκι και μάλλινο καπέλο, με ένα σκουλαρίκι από τιρκουάζ στο δεξί

αυτί του, ήταν ο βασιλιάς Γίγκμε. Ο 74χρονος μονάρχης δέχθηκε ευγενικά τα δώρα

μας, που ήταν εσάρπες από κίτρινο μετάξι, και μας προσέφερε μαύρο τσάι – μια

ευπρόσδεκτη ανακούφιση από την ταγγή μπίρα φτιαγμένη από βούτυρο γιακ που

είναι το συνηθισμένο τοπικό αναψυκτικό. Καθώς ανταλλάσσαμε διπλωματικές

ευγένειες – ρώτησε για το ταξίδι μας, του μεταφέραμε χαιρετισμούς από τον

Βρετανό πρεσβευτή – δεν φαινόταν διαφορετικός από οποιονδήποτε από τους

τοπικούς προεστούς που κάθονται κουτσομπολεύοντας κάθε βράδυ στο κέντρο της

πόλης, ωστόσο μιλάει με μια αξιοπρέπεια που υπαινίσσεται την ευθύνη την οποία

φέρει για την προστασία του πολιτισμού του Μαστάνγκ από την επιρροή των

Νεπαλέζων, των Κινέζων και, πιο πρόσφατα, των Δυτικών.



Πρόβλημα η εισροή Δυτικών τουριστών

Γυναίκα με το μωρό της στο Μαστάνγκ

Σήμερα, η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση που αντιμετωπίζει το Μαστάνγκ είναι η

εισροή Δυτικών τουριστών. «Πρέπει να επιβάλλουμε κάποιους περιορισμούς για να

προστατεύσουμε τον πολιτισμό μας», λέει. Αυτό γίνεται φανερό από το εστιατόριο

«Γιακ-Ντόναλντς» και το κατάστημα «7-11» στο Καγκμπένι, το τελευταίο χωριό

πριν από την απαγορευμένη περιοχή.

Αλλά όταν ρωτάω πόσα από τα 700 δολάρια μου, που πλήρωσα στην κεντρική

κυβέρνηση, θα πάνε στο Μαστάνγκ, ο βασιλιάς δεν είναι καθόλου διπλωματικός.

«Μόνο το 10%», απαντάει. Έτσι το σύστημα κλέβει από το Μαντάνγκ το τουριστικό

εισόδημα που χρειάζεται για να χρηματοδοτήσει την υποδομή, την παιδεία και την

αποκατάσταση των μοναστηριών και των υπέροχων τοιχογραφιών του.

Πριν αναχωρήσουμε από το Λο Μαντάνγκ, η τουριστική αρχή μάς ζητάει να

συμπληρώσουμε ένα έντυπο βαθμολογώντας τη συνάντησή μας με τον βασιλιά και τις

εγκαταστάσεις για τους πεζοπόρους. Νιώθοντας μια σουβλιά συμπάθειας, το

αφήσαμε κενό και ξεκινήσαμε για το μακρύ, σκονισμένο μονοπάτι στη σκιά των Ιμαλαΐων.

Επιμέλεια: Γιώργος Αγγελόπουλος