Τρεις μήνες βρίσκεται στην κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία και κανείς πια δεν

αμφιβάλλει ότι η «νέα διακυβέρνηση» στερείται νέων ιδεών και συγκροτημένων

πολιτικών για την οικονομία και την ανάπτυξη. Οι πρώτες 100 ημέρες έχουν ήδη

χαθεί. Και ας είχε τονίσει προεκλογικά ο ίδιος ο σημερινός Πρωθυπουργός πως

«από την πρώτη ημέρα πρέπει η νέα κυβέρνηση να είναι έτοιμη να αποδώσει έργο».

Και ας είχε πει – με ακόμη μεγαλύτερη άνεση και έμφαση – ότι «τις 100 πρώτες

ημέρες πρέπει να τα κάνεις όλα». Ασφαλώς, κανείς δεν πήρε κατά λέξη τις

«δεσμεύσεις» του αυτές. Τι όμως θα μπορούσε να περιμένει, σ’ αυτές τις 100

πρώτες ημέρες, ο κάθε πολίτης από την «έτοιμη από καιρό» νέα διακυβέρνηση;

Πρώτον, να έχει αποσαφηνίσει το πώς σκοπεύει να πορευθεί και να έχει

στοιχειωδώς συγκεκριμενοποιήσει το περιεχόμενο της οικονομικής και

αναπτυξιακής πολιτικής, καθώς και των συνδεδεμένων με αυτήν επιμέρους

πολιτικών της.

Και, δεύτερον, να έχει δώσει κάποια πρώτα δείγματα γραφής – με

ενδεικτικές αλλά και σημαδιακές κινήσεις και αποφάσεις.

Αντ’ αυτών, τι έχει γίνει;

Ως προς το πρακτικό έργο, παρά τα διακηρυσσόμενα περί νέου ρυθμού στο κράτος,

σχεδόν τίποτε δεν έχει γίνει, σχεδόν τίποτε δεν κινείται, ενώ δεν προωθείται

καν το απόθεμα εκείνων των έργων και προγραμμάτων των οποίων η εξέλιξη είχε

ανακοπεί από τις αρχές του έτους λόγω της προεκλογικής περιόδου.

Ως προς το περιεχόμενο της πολιτικής της, το τελευταίο δεκαπενθήμερο η

κυβέρνηση είχε αρκετές «θεσμοθετημένες ευκαιρίες (Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ,

Εθνικό Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας και Ανάπτυξης, Επιτροπή Παρακολούθησης του

Γ’ ΚΠΣ) να παρουσιάσει – από τα πλέον υπεύθυνα χείλη – τις ιδέες και τους

σχεδιασμούς της περί του πρακτέου.

Τι συνάγεται λοιπόν από τις τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού και των υπευθύνων

υπουργών στα προαναφερόμενα βήματα;

Πρώτον, ότι η σημερινή κυβέρνηση στέλνει λανθασμένα μηνύματα για την

πραγματική κατάσταση της οικονομίας και την προοπτική της – προς το εξωτερικό,

αλλά και προς το εσωτερικό της χώρας,

H ελληνική οικονομία έχει διανύσει μια δεκαετία ταχύρρυθμης αναπτυξιακής

τροχιάς που αποτυπώνεται σε ένα ισχυρό αναπτυξιακό κύμα, το τρίτο για τη χώρα

μας, στη διάρκεια των τελευταίων 100 ετών. Το κύμα αυτό συνδέεται μεταξύ άλλων

και με έναν ιστορικής κλίμακας εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας. Το

ζητούμενο, λοιπόν, είναι η διατήρηση του αναπτυξιακού κύματος μέσα από την

ανανέωση της δυναμικής του και όχι η υπονόμευσή του παντοιοτρόπως – μεταξύ

άλλων θέτοντας και την ελληνική οικονομία υπό επιτήρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ταυτοχρόνως, η ρητορική της κυβέρνησης τροφοδοτεί στο εσωτερικό της χώρας ένα

κλίμα μιζέριας, φοβίας και ανασφάλειας για το αύριο, γεγονός που αποθαρρύνει

νέες πρωτοβουλίες την ίδια ώρα που υποτίθεται ότι η ενίσχυση της

επιχειρηματικότητας αποτελεί στρατηγική επιλογή της.

Ακόμη, ενώ η κυβέρνηση τεχνητά – μέσω λογιστικών αναταξινομήσεων – διογκώνει

τα δημοσιονομικά ελλείμματα της προηγούμενης κυβέρνησης (που σε κάθε περίπτωση

δεν έχουν καμιά σχέση με τα αποτελέσματα επεκτατικών πολιτικών άλλων εποχών),

ταυτοχρόνως καλλιεργεί νοοτροπίες που πιέζουν για μια περαιτέρω διεύρυνση των

ελλειμμάτων. Ο πληθωρισμός υπερβολικών αναδιανεμητικών αιτημάτων – πολλά από

τα οποία ούτε δίκαια είναι ούτε μπορούν να ικανοποιηθούν άμεσα – και η

δημιουργία γενικευμένου κλίματος φοροδιαφυγής, είναι σε μεγάλο βαθμό δικά της

«παιδιά».

Δεύτερον, οι μόνες συγκεκριμένες προτάσεις της είναι η ελάφρυνση της

φορολογίας των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών και η γενική

αναφορά στην απλούστευση των διαδικασιών. Επί της αρχής, οι δύο αυτές

επιδιώξεις είναι θεμιτές και αναπτυξιακά χρήσιμες.

Όμως, η φορολογική ελάφρυνση – σε συνδυασμό με το κλίμα φοροδιαφυγής που

καλλιεργείται – οδηγεί αναπότρεπτα στην απώλεια εσόδων, που θα πρέπει πολύ

συγκεκριμένα να αντισταθμιστούν. Αλλιώς, στο τέλος του χρόνου ο όποιος ΣΔΟΕ θα

επανέλθει δριμύτερος – ως μηχανισμός «ταχείας συλλογής» του Ελληνικού

Δημοσίου. Επιπροσθέτως, χωρίς πρόβλεψη για την αντιμετώπιση των παρενεργειών

στα έσοδα, μπορεί να οδηγηθούμε σε ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση των μισθωτών

και μάλιστα των πιο παραγωγικών εξ αυτών.

Ως προς την απλοποίηση των διαδικασιών – είτε για την αδειοδότηση επιχειρήσεων

είτε για την υλοποίηση των έργων και προγραμμάτων του Γ’ ΚΠΣ – που αποτελεί

τουλάχιστον την τελευταία πενταετία ένα από τα ζητούμενα της αναπτυξιακής

πολιτικής στη χώρα μας, οι γενικές αναφορές δεν επαρκούν και μάλλον

συσκοτίζουν τις πραγματικές δυσκολίες. Αν η σημερινή κυβέρνηση δεν εξηγήσει το

πού και το πώς θα προκύψει η απλοποίηση και κυρίως αν δεν εξηγήσει πού

σκόνταψαν και ποια ήταν τα όρια των αντίστοιχων προσπαθειών της προηγούμενης

κυβέρνησης – στους τομείς όπου οι υπουργοί, με ειλικρινή πολιτική βούληση,

πραγματικά την επιδίωξαν – τότε η απλή αναφορά στην απλοποίηση είναι κενή

περιεχομένου.

Χωρίς έργα, μια κυβέρνηση των λόγων αργά ή γρήγορα θα βρεθεί αντιμέτωπη με τα

προβλήματα και τα πραγματικά διλήμματα. Και τότε… η επικοινωνιακή διαχείριση

και ο χειρισμός της κοινής γνώμης δεν αποτελούν υποκατάστατο του πραγματικού

περιεχομένου της πολιτικής.

Τελικώς, φαίνεται ότι το «κιβώτιο» ήταν εξαρχής άδειο. Στα λόγια, η νέα

διακυβέρνηση ξεκινάει για ένα «ιρλανδικό μοντέλο» α λα ελληνικά – συρρικνωμένο

σε φοροελαφρύνσεις και σε γενικές αναφορές περί απλοποίησης, ελπίζοντας σε

κάποιες ξένες επενδύσεις – για να προσγειωθούμε ως χώρα στην… Ιταλία του

Μπερλουσκόνι.

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ και έχει διατελέσει

γενικός γραμματέας Βιομηχανίας και ειδικός γραμματέας για την Κοινωνία της

Πληροφορίας.