Φουντώνει η συζήτηση για τα υπέρ και τα κατά του σχεδίου Ανάν, καθώς το

διάστημα που μεσολαβεί μέχρι το δημοψήφισμα της 24 Απριλίου είναι εξαιρετικά

βραχύ έως ασφυκτικό. H αντιπαράθεση απόψεων είναι προφανώς ευπρόσδεκτη, με την

προϋπόθεση όμως ότι βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και όχι σε φαντασιακά

κατασκευάσματα. Οι σύντομες παρατηρήσεις που ακολουθούν ας θεωρηθούν ως μια

μικρή συνεισφορά στη συλλογή αυτών των πραγματικών δεδομένων.

Πρώτον. H ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά επιμένουν μονότονα εδώ

και πολλά χρόνια στη διεθνοποίηση του Κυπριακού προβλήματος και τον κεντρικό

ρόλο που θα πρέπει να έχει ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών στην επίλυσή του. Δεν

είναι λοιπόν διόλου απλό να έρθουμε τώρα εμείς και να απορρίψουμε τη

συγκεκριμένη λύση που προτείνει ο ΟΗΕ, καταδικάζοντας συνάμα και τη διαδικασία

που ακολουθήθηκε.

Δεύτερον. Τόσο η ελληνική όσο και η ελληνοκυπριακή πλευρά δέχθηκαν το

αρχικό σχέδιο Ανάν ως βάση για διαπραγμάτευση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν

ήταν δυνατόν να επέλθει ουσιαστική αλλαγή στα βασικά του σημεία και τη

φιλοσοφία που το διαπνέει. Εμείς είμαστε εκείνοι που επιμείναμε στην

επανέναρξη των συνομιλιών, στην ανάγκη να υπάρξει λύση του Κυπριακού πριν από

την 1 Μαΐου, εμείς δεχθήκαμε τη διαδικασία της Νέας Υόρκης, με τα ασφυκτικά

χρονοδιαγράμματα που συνεπαγόταν, εμείς δεχθήκαμε τέλος και τον επιδιαιτητικό

ρόλο του Γενικού Γραμματέα. Για πολλούς, το τελικό σχέδιο που κατατέθηκε είναι

βελτιωμένο για την ελληνοκυπριακή πλευρά. Δύσκολα, πάντως, μπορεί κάποιος να

τεκμηριώσει την ακριβώς αντίθετη άποψη.

Τρίτον. Τον τελευταίο καιρό, η Ελλάδα και η Κύπρος απέκτησαν ξαφνικά

χιλιάδες ειδικούς που αναφέρονται συνεχώς στο λεγόμενο κοινοτικό κεκτημένο.

Όσοι γνωρίζουν περισσότερα, γνωρίζουν επίσης ότι μεταβατικές περίοδοι, ειδικά

χρονοδιαγράμματα και παρεκκλίσεις δεν αποτελούν τόσο σπάνια εξαίρεση στην

ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Οι παρεκκλίσεις στο σχέδιο Ανάν έχουν ένα χρονικό

τέλος, το οποίο αποτελεί σημαντική διαπραγματευτική επιτυχία της δικής μας

πλευράς. Εφόσον τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στηρίζουν το τελικό

σχέδιο Ανάν, δεν συνιστάται να αρχίσει το νέο μέλος να δίνει μαθήματα περί

κοινοτικού δικαίου στους παλαιοτέρους.

Τέταρτον. H ελληνική και η ελληνοκυπριακή πλευρά έχουν δεχθεί επίσης

εδώ και πολλά χρόνια την αρχή της διζωνικής και δικοινοτικής ομοσπονδίας σε

μια επανενωμένη Κύπρο. Τα ομοσπονδιακά συστήματα απαιτούν τη συνεργασία και

συναπόφαση των μερών που τα απαρτίζουν. Δεν λειτουργούν απλά και μόνο με την

αρχή της πλειοψηφίας. Αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει κατανοητό από την αρχή.

Προφανώς δεν έγινε. Ο όποιος συνταγματικός χάρτης δεν είναι ένα νομικό κείμενο

που λειτουργεί σε κενό αέρος. Αν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για συνεργασία

σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα, τότε δεν θα μπορέσει ποτέ να δουλέψει. Εννοούσαν

πραγματικά τα όσα λέγανε οι πολιτικές ηγεσίες των δύο κοινοτήτων, τουλάχιστον

όσοι υποστήριζαν την ομοσπονδιακή λύση;

Πέμπτον. H τελική απόφαση για το σχέδιο Ανάν, όπως και για την όποια

λύση του Κυπριακού, ανήκει σίγουρα στους κατοίκους του νησιού, Ελληνοκυπρίους

και Τουρκοκυπρίους. H Ελλάδα όμως όχι απλώς δικαιούται να έχει άποψη, αλλά

οφείλει και να την εκφράσει δημόσια και ξεκάθαρα. Διακυβεύονται πολλά. H

βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων περνάει μέσα από τη λύση του Κυπριακού –

και όχι μόνον. Το ιδανικό θα ήταν να υπάρξει μια ευρεία πολιτική συναίνεση σε

Ελλάδα και Κύπρο. Εφόσον δεν καταστεί δυνατή, θα πρέπει κυβέρνηση και

αντιπολίτευση στην Ελλάδα να πάρουν θέση – και γρήγορα.

Έκτον. Θεώρησαν πολλοί την, υποτίθεται, ενθουσιώδη αποδοχή του τελικού

σχεδίου από ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ηγεσίας στην Τουρκία και την

τουρκοκυπριακή κοινότητα (πλην Ντενκτάς πατρός) ως μια ακόμη απόδειξη του

ετεροβαρούς χαρακτήρα του σχεδίου. Αρνούνται να εξετάσουν και άλλες πιθανές

ερμηνείες, όπως ότι η δική μας επικοινωνιακή τακτική υπήρξε επικίνδυνα

υποτονική, ή ότι και η άλλη πλευρά αντιμετωπίζει σοβαρές αντιστάσεις στο

εσωτερικό της και προσπαθεί να «πουλήσει» το σχέδιο ως δική της επιτυχία και

όχι ως προϊόν επώδυνου συμβιβασμού. Υπάρχει και μια άλλη πιθανή ερμηνεία,

μάλλον συνωμοτικής έμπνευσης, ότι δηλαδή αρκετοί στην απέναντι πλευρά δεν

θέλουν λύση αλλά προτιμούν να πείσουν τους Ελληνοκυπρίους να αναλάβουν αυτήν

τη φορά εκείνοι το βάρος της απόρριψης.

Έβδομον. H απόρριψη μιας συμβιβαστικής λύσης που στηρίζουν ο Γενικός

Γραμματέας του ΟΗΕ, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία οσονούπω

εντάσσεται η Κύπρος, συνεπάγεται σίγουρα πολιτικό κόστος. Και ένα μικρό νησί,

με σαράντα χιλιάδες κατοχικό στρατό στο βόρειο τμήμα του, μπορεί να το αντέξει

λιγότερο από μια μεγάλη χώρα. Δεν πρέπει όμως να είναι αυτό το κυρίαρχο

στοιχείο στη μεγάλη απόφαση που θα πάρουν οι πολίτες της Κύπρου στις 24

Απριλίου. Το σχέδιο Ανάν έχει μειονεκτήματα. Είναι προϊόν διαπραγματεύσεων και

συμβιβασμών. Προσφέρει όμως και πολύ συγκεκριμένα πλεονεκτήματα και ευκαιρίες.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι πλέον αν οι Κύπριοι προτιμούν τη σημερινή κατάσταση

(που πιθανόν να γίνει χειρότερη στο μέλλον) από τη λύση που τους προτείνεται,

μια λύση με προβλήματα που πρόκειται όμως να λειτουργήσει στο ευρωπαϊκό

πλαίσιο. Λύση καλύτερη για την ελληνοκυπριακή πλευρά πολύ δύσκολα θα υπάρξει

στο μέλλον. Άλλωστε, η ιστορία του Κυπριακού δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια

ιστορία χαμένων ευκαιριών. Καιρός να τραβήξουμε μια γραμμή σε αυτήν την

ιστορία.

Ο Λουκάς Τσούκαλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος

του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)