«Μετράει μόνο η μουσική και η χαρά που μπορεί να δώσει»

Την κλωτσιά, ο Νάιτζελ Κέννεντυ την έριξε το 90ό λεπτό, με τις νότες του

Βιβάλντι να αιωρούνται ακόμη στην αίθουσα. Ο βιολιστής στράφηκε στην πλατεία

έχοντας στα πόδια του μια μπάλα: «Προσοχή, τώρα ρίχνω». Και η μπάλα πέταξε

πάνω από τα κεφάλια των κατάπληκτων θεατών, μέχρι που μια ξανθιά κυρία

σηκώθηκε από το κάθισμά της και την μπλόκαρε σαν επιδέξιος τερματοφύλακας.

Ήταν ένα χάπενινγκ εκτός προγράμματος που θα έκανε τα κόκαλα του Κάραγιαν να

τρίζουν, σκανδαλώδες για έναν ναό της συμφωνικής μουσικής, όπως η Φιλαρμονική

του Βερολίνου. Ωστόσο, όπως μας πληροφορεί η απεσταλμένη της «Κορριέρε ντέλλα

Σέρα», η αίθουσα σείστηκε από χειροκροτήματα, σφυρίγματα, φωνές.

Ήταν σαν ροκ συναυλία, αν και μέχρι εκείνη τη στιγμή «πρωταγωνιστής» ήταν ο

Βιβάλντι, με τις «Τέσσερις Εποχές» του και δύο κονσέρτα για δύο βιολιά (η

ηχογράφηση της EMI κυκλοφόρησε την περασμένη Παρασκευή). Αλλά ο Νάιτζελ, εκτός

από φανατικός οπαδός της Άστον Βίλα, είναι και γεννημένος προβοκάτορας. Και

μετά το κόλπο με την μπάλα, στο μπιζάρισμα, ήρθε η σειρά του Τζίμι Χέντριξ, με

τις τραχιές νότες του «Περπλ Χέηζ» να ηχούν στην αίθουσα και τους μουσικούς

της Μπερλίνερ να βασανίζουν τα πολύτιμα βιολιά τους σαν ηλεκτρικές κιθάρες. Ο

Νάιτζελ κατέβηκε παίζοντας στην πλατεία, σταματώντας για να φιλήσει το χέρι

μιας κυρίας ή για να χτυπήσει μαλακά με τη γροθιά του, εν είδει χαιρετισμού,

έναν θεατή. Στο τέλος εξαφανίστηκε στα παρασκήνια εν μέσω επευφημιών,

ακολουθούμενος από τους μουσικούς σε φάλαγγα κατ’ άνδρα.

Ο Νάιτζελ Κέννεντυ γεννήθηκε στο Μπράιτον το 1956. Σπούδασε στην περίφημη

Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης και έγινε διάσημος τόσο για την τεχνική του

όσο και για την εμφάνιση ροκ σταρ που υιοθέτησε. Ξεκίνησε ως σολίστας το 1977

με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου και γρήγορα έγινε το «τρομερό παιδί» της

βρετανικής μουσικής σκηνής, εισάγοντας την τζαζ στις συναυλίες κλασικής

μουσικής. Το 1989, η ζωντανή ηχογράφησή του των «Τεσσάρων Εποχών» του Βιβάλντι

έσπασε ρεκόρ πωλήσεων.

Στη συναυλία στο Βερολίνο, ο Νάιτζελ έπαιξε ως συνήθως – πηδώντας, κινούμενος

απειλητικά προς την ορχήστρα και απομακρυνόμενος χορεύοντας, γελώντας,

βγάζοντας μικρές κραυγές, αυτοσχεδιάζοντας, μπερδεύοντας τους θεατές και

κάνοντάς τους να χειροκροτούν ανάμεσα στα μέρη. Μια «γκάφα» που άρεσε στον

Μπερνστάιν: «Είναι ωραίο να ακούς χειροκροτήματα εκτός χρόνου, σημαίνει πως

υπάρχει κάποιος καινούργιος ακροατής». «Αρέσει και στον Βιβάλντι», λέει ο

Νάιτζελ. «Μου έχει πει πως είναι πολύ ευχαριστημένος μαζί μου, γιατί έδειξα

ότι μπορεί κανείς να διασκεδάσει ακούγοντάς τον… Μοιάζουμε. Ο Βιβάλντι ήταν

εναντίον της γραφειοκρατίας και του φορμαλισμού, είχε παραβιάσει όλα τα

μουσικά στερεότυπα της εποχής του, είχε τσακωθεί με τους ισχυρούς. Γι’ αυτόν

μετρούσε μόνον η μουσική και η χαρά που μπορεί να δώσει».