Τρώνε λωτούς και ξεχνάνε οι Λωτοφάγοι. Ξεχνάνε τις περιπέτειες του Οδυσσέα και

δεν τον αναγνωρίζουν όταν πατά το πόδι του στη χώρα τους. Ας μένει κοντά τους

τόσα χρόνια, δεν θυμίζει τίποτα ο Οδυσσέας στους Λωτοφάγους. Δεν ξέρουν ποιος

είναι, γιατί ξέχασαν και τα δικά τους πάθη, οι Λωτοφάγοι. Ξέχασαν τη χαρά που

δίνει το καλωσόρισμα, η καινούργια γνωριμία, η μοιρασιά και η φιλία. Ξέχασαν

πόση δύναμη έχουν να πληγώσουν ένα παιδί, πόσο βαθιές μπορούν να μείνουν οι

παιδικές πληγές, πόσον καιρό θα ταξιδεύουν στην καρδιά ενός σημερινού Οδυσσέα.

Δεν θυμούνται ποτέ να πληγώθηκαν αυτοί. Ξέχασαν οι Λωτοφάγοι. Ξέχασαν ακόμα

και ποιοι είναι. Τρώνε τους λωτούς της ευημερίας και μένουν ευτυχείς στην

αμνησία τους, ευτυχείς στο δίκιο τους, ευτυχείς στην ικανοποίηση που τους

παρέχει η προνομιακή τους κατάσταση. Είναι ακραιφνείς αυτοί από γονίδιο. Ο

άλλος δεν είναι και δεν μπορεί να το αλλάξει, ό,τι κι αν κάνει, όσα άριστα κι

αν πάρει. Δεν είναι ρατσιστές οι Λωτοφάγοι. Έχουν μάθει καλά το μάθημά τους,

κι ας μην παίρνουν άριστα. Στο σχολείο τα έμαθαν όλα αυτά που λένε, παπαγαλία

τα ξέρουν. Είναι περίεργο πώς αριστεύει αυτός ο ξένος Οδυσσέας στο ίδιο

σχολείο – είναι εντελώς ανεξήγητο. H ύλη δεν προβλέπει πουθενά την παρουσία

του – ίσως σε κάτι υποσημειώσεις. Και δεν τους τις έβαλαν ποτέ να τις μάθουν,

τις υποσημειώσεις – πώς γίνεται να βγαίνουν έτσι μπροστά τους; Αυτοί για το

μεγαλείο της φυλής μαθαίνουν νυχθημερόν – πού το έγραφε για ισότητες και

ανοιχτές κοινωνίες; Δεν είναι εδώ η πατρίδα του Οδυσσέα, φαίνεται. Μήπως

κάναμε λάθος τόσα χρόνια, όλοι μας, φιλόλογοι, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, οι πάντες;