Μια γυάλα που ώρες-ώρες έμοιαζε με δοσομετρητή. Για να ελέγχεις απόλυτα τον

χρόνο και την ποσότητα, το πότε και πόσα συναισθήματα θα δώσεις και θα σου

δώσουν.

Μια στάλα παραπάνω χαράς νόμιζες πως θα φέρει την καταστροφή. Δύο ακόμη

χαμόγελα πίστευες ότι μπορεί να σε σκοτώσουν. Μα πιο πολύ απ’ όλα ήθελες να

αφήσεις απ’ έξω το δάκρυ…

Σε τρομοκρατούσε η σκέψη πως θα βρισκόταν έστω κι ένα τόσο δα αγκάθι να σε

ματώσει και να πονέσεις. Ότι μπορεί να σκόνταφτες σε μια κοφτερή πέτρα και να

έπεφτες – δεν ήθελες να ξέρεις πώς είναι να ξανασηκώνεσαι.

Ήταν μια γυάλα διάφανη μόνο από μέσα, για να βλέπεις αλλά να μη σε βλέπουν. Να

βλέπεις μόνο, χωρίς τίποτα να επηρεάζει τη δική σου την ύπαρξη.

Δεν έβγαινες ποτέ από τη γυάλα σου, ούτε άφηνες τους άλλους να μπουν. Μάταια

κολλούσαν το πρόσωπο στο ψυχρό γυαλί μήπως διακρίνουν κάτι. Μάταια έψαχναν με

την αφή να βρουν την πόρτα ή έστω μια χαραμάδα για να περάσουν το χέρι τους

και να σε αγγίξουν. Τους άφηνες πάντα απ’ έξω – αφού κανένας δεν μπορούσε να

σου δώσει τις εγγυήσεις που ζητούσες για να αποκλείσεις κάθε συναισθηματική

«εμπλοκή». Για να αποφύγεις κάθε «ανεπιθύμητη ενέργεια», καθετί που θα

μπορούσε να σε «χαλάσει».

Χωρίς παρενέργειες. Έτσι αποφάσισες να ζεις. Μόνος σου.

Έκλεισες όλα τα μάτια κι όλα τ’ αυτιά σ’ αυτό που έφτανε ακόμη και μέσα στη

γυάλα: αν από τα τρία γράμματα της ζωής αφαιρέσεις τις παρενέργειες και τους

άλλους ανθρώπους, αυτόματα σβήνεις το «ζω»…