Όποιος έχει επισκεφθεί το Βρετανικό Μουσείο, ακόμα και Έλληνας που έχει μείνει

στην αίθουσα με τα Γλυπτά του Παρθενώνα όση ώρα χρειάζεται για την ξενάγηση

από το μαγνητοφωνάκι, δεν μπορεί παρά να παθαίνει σοκ στην ιδέα ότι οι μεγάλες

αυτές αίθουσες θα αδειάσουν, το σπουδαίο αυτό μουσείο θα πρέπει κάτι άλλο να

σκεφτεί για να καλύψει το τεράστιο κενό. Ακόμα και η Μελίνα, όταν τα

πρωτοζήτησε, φρόντιζε να τηρεί τις αποστάσεις με τα υπόλοιπα ευρήματα του

Μουσείου. Μόνο αυτά να φύγουν από εκεί, έλεγε, κι ακόμα όλοι αυτό λένε. Μόνον

αυτά. Να μη γυρίσουν οι μούμιες στην Αίγυπτο, ούτε στην Τουρκία, τη Συρία ή το

Ιράκ τα ευρήματα της Μεσοποταμίας. Μόνο τα Μάρμαρα του Παρθενώνα να έρθουν,

γιατί είναι ένα ολοκληρωμένο έργο. Αυτό ήταν το επιχείρημα κι αφήνει απ’ έξω

τους άλλους, να βρουν δικό τους τρόπο. Να μην ανακατευόμαστε εμείς, οι του

λίκνου της Δημοκρατίας, με διάφορους τριτοκοσμικούς λαούς που ίσως θελήσουν

κάποτε να ανακαλύψουν την εθνική τους ταυτότητα ή απλώς την ιστορική συνέχεια

του τόπου τους και ζητήσουν από το Βρετανικό Μουσείο τους θησαυρούς τους. Δεν

είναι άδικο αυτό; Αν θέλουμε να έχουμε μια στοιχειώδη πολιτική συνέπεια, μια

σωστή διεθνή θέση, δεν πρέπει για λογαριασμό όλων των αδικημένων λαών να

ζητάμε τα Μάρμαρά μας; Γιατί να θεωρούμε τους άλλους κατώτερους από εμάς; Κάθε

κράτος που ζητά, να το υποστηρίζουμε. Να παρέχουμε την πείρα και την

τεχνογνωσία της απαίτησης, ειδικά αφού τελειώσει η μεταφορά. H Αθήνα πρέπει να

γίνει ξανά λίκνο. Αυτή τη φορά λίκνο του κινήματος επιστροφής όλων των

θησαυρών στον τόπο τους.