Καταραμένος συγγραφέας; Θύμα της ανελέητης λογοκρισίας; «Απλώς είμαι

τεμπέλης», λέει ο Σου Σινγκ.

Σου Σινγκ. «Δεν μου αρέσουν οι άνθρωποι στους οποίους πρέπει να αρέσω»

Ο 47χρονος Κινέζος συγγραφέας δεν ψάχνει δικαιολογίες για το γεγονός ότι δεν

έχει εκδώσει τίποτε εδώ και 18 χρόνια. «Δεν θέλω να προσαρμοστώ στις σημερινές

γρήγορες αλλαγές, ίσως είχα καλομάθει στη σοσιαλιστική κατσαρόλα μου»,

σχολιάζει. Οι φίλοι του επιβεβαιώνουν τη «διάγνωσή» του περί τεμπελιάς, ωστόσο

προσθέτουν ότι δεν εξηγεί πλήρως γιατί ο Σου Σινγκ επέλεξε να παραμείνει ένας

περιθωριακός.

Νεαρός συγγραφέας στη δεκαετία του 1980, εισέβαλε στην κινεζική λογοτεχνική

σκηνή τη στιγμή που ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός έμπαζε από παντού νερά. Και

αμέσως έλαμψε. H συλλογή διηγημάτων του «Παραλλαγές χωρίς θέμα» τον έφερε στην

«αβάν γκαρντ» της νέας «κουλτούρας χούλιγκαν». Οι θαυμαστές του τον είπαν

«Κινέζο Κέρουακ», κήρυκα μιας μετα-μαοϊκής «μπιτ γενιάς». Και ύστερα τίποτε,

έως τον περασμένο Αύγουστο, οπότε και εκδόθηκε, πρώτα στη Γαλλία (Εκδ. L’

Olivier), το μυθιστόρημά του «Και ό,τι μένει είναι για σένα».

Ο Σου Σινγκ ήταν 11 χρόνων όταν είδε τους γονείς του, τον μεγάλο αδελφό και

την αδελφή του να στέλνονται από τους ερυθροφρουρούς της Πολιτιστικής

Επανάστασης στις τέσσερις γωνιές της χώρας, επειδή ο πατέρας προερχόταν από

«πλούσια» οικογένεια. Τον Σου Σινγκ έστειλαν να «αναμορφωθεί» στη βόρεια

περιφέρεια Γιαν’αν. Επέστρεψε στο Πεκίνο το 1981, έγινε καθαριστής σε ένα

μεγάλο εστιατόριο και άρχισε να γράφει. Ήταν η εποχή που μια φούχτα

καλλιτέχνες και συγγραφείς άρχιζαν να εξερευνούν δρόμους άλλους απ’ αυτούς που

συνιστούσε το κόμμα. Δεν έγραφαν για τον θρίαμβο του σοσιαλισμού, αλλά για τη

ζοφερή καθημερινότητα στις πόλεις, όπου το χρήμα άρχιζε να γίνεται το μοναδικό

κριτήριο επιτυχίας. H επίσημη κριτική απέρριψε τα διηγήματα του Σου Σινγκ ως

«χίπικη τέχνη» που μιλάει για «άχρηστους ανθρώπους». H «ανεπίσημη», είδε στο

βιβλίο του έναν από τους προπομπούς της δημοκρατικής επανάστασης του 1989.

Μετά την καταστολή στην Πλατεία Τιενανμέν, ο Σου Σινγκ πήγε στη Γερμανία.

Επέστρεψε αρκετά χρόνια μετά και βρήκε τους «χούλιγκαν» συντρόφους του πλήρως

αποκατεστημένους, μέλη της νέας πολιτιστικής ελίτ. Γιατί, λοιπόν, εκείνος

παραμένει περιθωριακός; Γιατί το διαμέρισμά του είναι στο υπόγειο μιας παλιάς

εργατικής πολυκατοικίας – δύο δωμάτια με τσιμεντένιο πάτωμα, στοίβες βιβλία

και μοναδικό αντικείμενο αξίας έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή; «Για να πετύχεις

σε αυτήν την κοινωνία πρέπει να χαμογελάς δεξιά κι αριστερά. Δεν μου αρέσουν

οι άνθρωποι στους οποίους πρέπει να αρέσω», εξηγεί. «Θα μπορούσα να έχω μια

πολύ καλή ζωή εδώ, αλλά δεν είμαι έτοιμος να πληρώσω το αντίτιμο». Εν είδει

ανταμοιβής, μια ολόκληρη γενιά πολύ νέων συγγραφέων χαρακτηρίζει εδώ και

μερικά χρόνια τον Σου Σινγκ πνευματικό πατέρα της.