Μπαίνει στο Μετρό και κάθεται απέναντί μου. Ανοίγει την τσάντα της και βγάζει

ένα βιβλίο. Αρχίζει να το διαβάζει και υπομειδιά. Είναι νέα, με κόκκινο

τιραντέ μπλουζάκι, ηλιοκαμένη, ευχαριστημένη. Δεν καμπουριάζει κουρασμένη,

όπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι γύρω της. Δεν αφοσιώνεται στο βιβλίο. Κάθε τόσο

σηκώνει το κεφάλι, κοιτάζει γύρω, κοιτάζει εμένα απέναντι. Μου χαμογελά. Πώς

το κάνουν αυτό, να χαμογελούν έτσι εύκολα μερικοί άνθρωποι; Είναι έμφυτο ή

διδάσκεται; Κάνω μια γκριμάτσα. Αδύνατον να βγει χαμόγελο. Πρέπει να εξασκηθώ

κάποτε σ’ αυτό το πράγμα. Γιατί δεν μπορώ να χαμογελάσω σε αγνώστους; Κλασική

ελληνική επιφυλακτικότητα. Εκείνη δεν τη νοιάζει. Ψαχουλεύει την τσάντα της,

βγάζει μια κόκκινη χαρτοπετσέτα. Ξετυλίγει ένα μήλο μισοφαγωμένο, το κοιτάζει

με θαυμασμό, τι σου φτιάχνει η φύση! Κρακ, το δαγκώνει, αποφασιστική σαν την

ίδια την Εύα. Μα τι βρίσκει να της αρέσει τόσο; Το βαγόνι του Μετρό είναι

γεμάτο μουτρωμένους και κάπως σοκαρισμένους ανθρώπους. Πώς γίνεται να

βρίσκεται ανάμεσά μας, στη θυμωμένη συντροφιά μας, ένα πλάσμα τόσο προκλητικά

φωτεινό; Δεν είναι καν όμορφη, αλλά το φανελάκι την ακουμπά με απόλαυση, ενώ

στους υπόλοιπους τα ρούχα σαν να κρεμάστηκαν επάνω μας με το στανιό και με

φοβέρες. Βγαίνουμε μαζί στη στάση, προχωρά σαν να χορεύει, λες και δεν την

περιμένει ο μουλωχτός επάνω κόσμος. Αυτή έρχεται από αλλού, αλλά ούτε με τους

τουρίστες μοιάζει, που είναι θυμωμένοι και αυτοί επειδή είναι κλειστή η

Ακρόπολη. Ρε μπας κι έχει δίκιο, σκέφτομαι. Κάτι ξεχασμένο ξυπνά μέσα μου.

Μήπως έτσι είναι η ζωή στην πραγματικότητα και το ξεχνάμε; Μισοδαγκωμένο μήλο,

κρυμμένο στην τσάντα, περιμένει να το τραγανίσουμε.