Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Νίγδης. Μάταλα.

Τα Μάταλα (τουρκ. Balli) βρίσκονται 102 χλμ. ΝΔ της Καισάρειας και 10 χλμ.

B-ΒΔ της Νίγδης, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του ανατολικού Mελενdίζ (ορεινό

συγκρότημα Χασάν νταγ – Mελενdίζ νταγλαρί). Οι κάτοικοί τους το 1924 ήταν

Έλληνες τουρκόφωνοι (50 οικογένειες – 176 άτομα). Τα Μάταλα ήταν μουχταρλίκι

και υπάγονταν στο μουδουρλίκι του Φερτεκιού, στο καϊμακαμλίκι και

μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και στο βαλελίκι του Ικονίου. Εκκλησιαστικά ανήκαν

στη Μητρόπολη του Ικονίου. Είχαν σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς και

τουρκικούς οικισμούς.



Τώρα θα φύγετε, θα πάτε στον παππού σας το Βενιζέλο

(Μαρτυρία Αρτεμησίας Θεοδωρίδου, Ταμπούρια)

18 Αυγούστου 1921. Τούρκοι αιχμάλωτοι της μάχης στο Ταμπούρογλου. («Από την

εποποιία στην Καταστροφή»)

Πριν να γίνει η Ανταλλαγή άρχισαν οι τσετέδες να πατούν τα χωριά μας. Ερχόνταν

πολλές φορές. Κάθε βράδυ εμείς οι γυναίκες μαζεύαμε τα παιδιά μας και

κλεινόμασταν μέσα. Άντρες δεν είχαμε στο χωριό. Έλειπαν στην Πόλη. Γέροι,

γυναίκες και παιδιά ήμασταν. Οι άντρες μας ήταν στην Πόλη και από κει μας

έστελναν ό,τι χρειαζόμασταν. Άμα ερχόνταν οι τσετέδες, πρώτα τα σκυλιά

εγαύγιζαν. Άμα γαύγιζαν τα σκυλιά, καταλαβαίναμε. Ύστερα οι τσέτηδες ρίχναν

πιστολιές, σπάζαν τα τζάμια. Τα παιδιά τσίριζαν από το φόβο τους. Πολλές φορές

γίνηκεν αυτό. Ερχόνταν και με ένα κοφτερό παλτά σπάζαν την κλειδαριά και

μπαίναν μέσα. Ό,τι είχαμε τα παίρνανε, μηχανές του ραψίματος, ό,τι εύρισκαν.

Ακόμη και τις κουρτίνες μας έπαιρναν. Αυτή η δουλειά βάστηξε ως ένα μήνα. Οι

Τούρκοι μας έλεγαν: «Τώρα θα φύγετε, θα πάτε στον παππού σας το Βενιζέλο».


……..

Το πλοίο που μετέφερε περίπου 25.000 Έλληνες στρατιώτες από τη Μικρά Ασία στη

Ραιδεστό για να προχωρήσουν από κει προς την Κωνσταντινούπολη και να την

καταλάβουν. («Από την εποποιία στην Καταστροφή»)

Ύστερα έγινε η Ανταλλαγή. Όσοι από τα Μάνταλα είχαν συγγενείς στη Νίγδη πήγαν

στη Νίγδη και από κει στη Μερσίνα. Όσοι δεν είχαν συγγενείς πέρασαν από τη

Νίγδη αλλά δεν έμειναν, τράβηξαν κατευθείαν για τη Μερσίνα. Εγώ έμεινα ένα

χρόνο στη Νίγδη, στους συγγενείς μου (πριν γίνει η Ανταλλαγή), από κει πήγα

στη Μερσίνα και από κει με το βαπόρι ήρθα στην Ελλάδα. Εβγήκα πρώτα στο

Βελεστίνο και έμεινα εκεί δύο μήνες στα τσαντίρια. Από κει ήρθα στην Παλαιά

Κοκκινιά όπου έκατσα πέντε έξι μήνες και κατόπιν ήρθα εδώ στα Ταμπούρια.

Στο Βελεστίνο πέθαναν αρκετοί πατριώτες και τους έθαψαν στα χωράφια σαν τα

σκυλιά, χωρίς διαβάσματα και χωρίς εκκλησία. Έτσι έθαψαν έξι-οκτώ άτομα. Δεν

τους έδιναν σημασία οι ντόπιοι.

Στο Βελεστίνο ήταν και ένας κουρέας πρόσφυγας, η πεθερά του ήταν άρρωστη. Ήρθε

μια ντόπια γυναίκα και τους είπε, άμα πεθάνει κανείς, να πάτε να χτυπήσετε τις

καμπάνες για να έλθει ο παπάς και να φωνάζετε κιόλα. Άμα πέθανε η πεθερά του

κουρέα, χτυπήσαμε τις καμπάνες και ήρθε παπάς με το πετραχήλι και την έθαψε.

Ύστερα πάλι ήρθαν αυτοί που είχαν τα χωράφια και μας έλεγαν να ξεθάψομε τους

νεκρούς. Τραβήξαμε βάσανα.

Vidcast: Baskettalk