Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισαρείας. Καισάρεια.
|
|
H Καισάρεια (τουρκ. Kayseri) είναι πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας αλλά
και ολόκληρης της Καππαδοκίας. Βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες του Αργαίου,
μέσα σε οροπέδιο. Απέχει 610 χλμ. NA από την Κωνσταντινούπολη, 265 χλμ. NA από
την Άγκυρα, 280 χλμ. BA από το Ικόνιο, 190 χλμ. B-BA από τα Άδανα και 295 χλμ.
N-ΝΔ από τη Σαμψούντα. Οι κάτοικοί της την εποχή της Ανταλλαγής ήταν Έλληνες
τουρκόφωνοι (146 οικογένειες – 624 άτομα), Τούρκοι (29.000) και Αρμένιοι
(14.000). H Καισάρεια ήταν μουτεσαριφλίκι και υπαγόταν διοικητικά στο βιλαέτι
της Άγκυρας. Έπειτα από το 1908 έγινε ανεξάρτητο μουτεσαριφλίκι και υπαγόταν
απευθείας στο υπουργείο Εσωτερικών. Το 1920-1921, επί Κεμάλ, η Καισάρεια έγινε
βιλαέτι. Εκκλησιαστικά ήταν έδρα της ομώνυμης μητρόπολης. H Καισάρεια, λόγω
της γεωγραφικής της θέσης ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και στη Μεσόγειο, στο
Αιγαίο και στην Ασιατική χώρα, ήταν από παλιά κέντρο διακομιστικού εμπορίου
και ανταλλαγών.
Αχ, αυτά τα χώματα… δε θα τα ξαναδούμε
(Μαρτυρία Ροζίτας Παυλίδου, Κοκκινιά – αποσπάσματα)
|
Ο αρχιστράτηγος Παπούλας βγαίνει από το διοικητήριο της Προύσας («Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου, 1919-1922»)
|
…Στους Τούρκους μέσα εμείς είχαμε και φίλους, είχαμε και εχθρούς. Άλλοι μας
αγαπούσαν κι άλλοι μας μισούσαν. Οι φίλοι μας κοίταζαν με κάθε τρόπο να μας
κάμουν Τούρκους, γιατί το κοράνι τους λέει πως, αν κερδίσουν μόνον ένα
Χριστιανό και τον κάμουν Τούρκο, θα σωθούν. Όσοι μας αγαπούσαν μάς προφύλαγαν
απ’ αυτούς που ήθελαν να μας κάμουν κακό. Πολλές φορές, για να μη μας
πειράξουν, τους δωροδοκούσαμε. Ας πούμε· εμείς είχαμε ποτά. Ο Κεμάλ τα
απαγόρευε. Δίναμε κρυφά στο διοικητή της αστυνομίας, κι αυτός έλεγε στους
τσανταρμάδες* του να μην περάσουν από μας ή, κι αν περάσουν, να κάμουν πως δε
βλέπουν. Με τον πόλεμο της Σμύρνης άρχισαν να μας έρχονται Τούρκοι πρόσφυγες.
Όλοι ήσαν πλούσιοι. Κάθισαν σε ελληνικά σπίτια. Άλλα τα νοίκιασαν, και άλλα τα
πήραν διά της βίας. Περιόρισαν τους Έλληνες σ’ ένα μέρος και κάθισαν στο
υπόλοιπο. Τον ίδιον καιρό, ή λίγο πριν απ’ αυτούς, μας έφεραν Έλληνες
αιχμαλώτους από τη Σμύρνη, Σπάρτα, Ναζλί, Ντενιζλί. Είχαν φέρει τότε και
πεντακόσια παιδιά. Ήσαν αδύνατα. Ήσαν γυμνά, είχαν ψείρες και πληγές.
Πεινούσαν και παρακαλούσαν να τα βοηθήσομε. Εγώ πήγαινα στης αστυνομίας το
μεγάλο. «Σε παρακαλώ δώσε μου μερικά απ’ αυτά τα παιδιά να τα σώσω». Την ώρα
που τα σήκωσαν, πήρε εξήντα λίρες που του μάζεψα και μου έδωσε δεκατέσσερα
παιδιά. Από τα δεκατέσσερα παιδιά ένα έμεινε ώς το τέλος στο σπίτι μου. Τα
άλλα σκορπίσανε, σε άλλα σπίτια. Άλλα έζησαν κι άλλα πέθαναν. Το παιδί που
κράτησα εγώ το λέγανε Θόδωρο. Με τον ερχομό μας εδώ τον χάσαμε.
…………………
Από τους πρόσφυγες που ήρχονταν σ’ εμάς, οι Τούρκοι διάλεγαν τα όμορφα
κορίτσια. Τα έπαιρναν με το ζόρι. Τα έκαναν γυναίκες τους. Πέθαιναν οι γονείς
τους από την πίκρα τους…
Στα ’22 οι Τούρκοι έδωσαν πρώτη φορά άδεια, όποιος θέλει να φύγει. Τότε έφυγαν
είκοσι οικογένειες. Κάθε παρτίδα που έφευγε δε μας άφηνε ασυγκίνητους. Μα πάλι
ήταν δύσκολο για μας να ξεσηκωθούμε. Πώς ν’ αφήναμε το σπίτι μας; Παλάτι ήταν
το σπίτι μας, παιδί μου.» Μας έλεγαν πως θα παίρναμε αποζημίωση. Αυτό ήταν η
παρηγοριά μας. Αρχές του ’23 δώσανε πάλι την ίδια άδεια. «Όσοι θέλουν μέσα σε
τριανταμία μέρες να φύγουν». Τότε πήραμε κι εμείς την απόφαση. Αρχίσαμε τις
ετοιμασίες…
Πριν φύγομε, πήγαμε στην εκκλησία. Κοινωνήσαμε. Πήγαμε και στο νεκροταφείο.
Εδώ είχαμε και το δεσπότη μαζί μας. Διάβασε εκείνος, κλάψαμε εμείς. «Αχ, αυτά
τα χώματα που δε θα τα ξαναδούμε: Αδελφέ μου… πατέρα μου, μάνα μου, παιδί
μου, συχώρεσέ με που φεύγω και σ’ αφήνω μέσα στους Τούρκους». Ξεκινήσαμε οκτώ
αμάξια μαζί. Ήρθαν μετά και άλλα…
Φτάσαμε στο Ουλούκισλα. Μετά στη Μερσίνα μας έβαλαν μέσα στις αγγλικές
αποθήκες. Ήσαν κλεισμένες με συρματόπλεγμα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε έξω. Όσοι
είχαμε λεπτά πληρώναμε και μέναμε σε χωριστά δωμάτια…
Από τα παράθυρα βλέπαμε και βγάζανε κάθε μέρα πέντε δέκα νεκρούς. Τους έριχναν
μέσα σε χαράδρες, σε λίμνες, όπου έβρισκαν. Πού να ανοίγουν τάφους για τόσους
και να τους θάφτουν. Μετά από τριάντα δύο μέρες φάνηκε το πλοίο…
Βρήκαν 50 λίρες μέσα στις βάτες του σακακιού κάποιου κακοντυμένου. Από τότε
κοίταζαν πολύ τους κακοντυμένους, ενώ τους καλοντυμένους τους άφηναν γρήγορα.
Κι εγώ και τα παιδιά μου περάσαμε εύκολα… Ύστερα από την έρευνα μπήκαμε στη
βάρκα. Κουνούσε η βάρκα κι εμείς τρελαθήκαμε. «Θα πνιγούμε, θα πνιγούμε!». Ο
κόσμος χαλούσε. Μήπως είχαμε ξαναδεί και βάρκα; Φοβηθήκαμε να μη μας πνίξει ο
βαρκάρης και του δώσαμε από πέντε λίρες.
Φτάσαμε στο πλοίο. Ήταν ιταλικό. Οι ναύτες κατέβηκαν και μας βοηθούσαν να
ανεβούμε με καλοσύνη… Φτάσαμε στη Χίο.
Από κει σκορπιστήκαμε. Άλλοι έφυγαν για τη Θεσσαλονίκη και άλλοι σε άλλα μέρη.
12, 14, 17.1.1955
* Χωροφύλακες (από το γαλλικό gendarne)









