Στη σειρά «Περσέπολις», η Μαρζάν Σατραπί αφηγείται με σκίτσα ένα κομμάτι

της ζωής της και της ιστορίας του τόπου της, του Ιράν.

Μαρζάν Σατραπί. Σε σκίτσο της ιδίας

«Το «Περσέπολις» είναι από τα πιο εντυπωσιακά αναγνώσματα και μια από τις

καλύτερες αφηγήσεις με σκίτσα της χρονιάς» γράφει ο Άντριου Ντ. Άρνολντ στους

«Νιου Γιορκ Τάιμς». «Καλύτερα από τηλεοπτικό ρεπορτάζ, αυτά τα απομνημονεύματα

σε σκίτσα αποδεικνύονται πάντα ειλικρινή και αποκαλυπτικά».

H Μαρζάν Σατραπί, η οποία γεννήθηκε το 1969 στο Ραστ του Ιράν, στις όχθες της

Κασπίας, χαρακτηρίζεται ως η πιο «δημοσιογραφική» δημιουργός κόμικς. Πέρασε τα

14 πρώτα χρόνια της ζωής της στην Τεχεράνη, όπου σπούδασε στο Γαλλικό Λύκειο

και τη Σχολή Καλών Τεχνών, πριν φύγει για το Στρασβούργο και μετά το Παρίσι

για να συνεχίσει τις σπουδές της. Εκεί ξεκίνησε και το μεγάλο εγχείρημα, να

αφηγηθεί ένα μέρος της ιστορίας της οικογένειάς της στο Ιράν, καθώς και της

ζωής της, της παιδικής της ηλικίας έως την άφιξή της στο Παρίσι, περνώντας από

την πτώση του καθεστώτος του σάχη και την έναρξη του πολέμου με το Ιράκ. Ο

πρώτος τόμος της σειράς «Περσέπολις» εκδόθηκε το 2000 από τον οίκο L’

Association και είχε μεγάλη επιτυχία. Το 2001 κέρδισε βραβείο στο φεστιβάλ της

Ανγκουλέμ, το ίδιο και ο δεύτερος τόμος την επόμενη χρονιά.

Αυτόν τον μήνα κυκλοφορεί στη Γαλλία ο τέταρτος τόμος και η Μαρζάν αρχίζει

συνεργασίες με τη γερμανική εφημερίδα «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» και το

αμερικανικό περιοδικό «Νιου Γιόρκερ». Εργάσθηκε τρεις μήνες και για την

ιταλική εβδομαδιαία εφημερίδα «Internazionale», για την οποία περιέγραφε με

σκίτσα τον πόλεμο στο Ιράκ, ενώ μόλις πρόσφατα επέστρεψε από τις ΗΠΑ όπου το

«Περσέπολις» εκδόθηκε από τον οίκο Pantheon (που είχε εκδώσει το «Μάους» του

Αρτ Σπίγκελμαν). H Μαρζάν θεωρεί πως τα ρεπορτάζ της γαλλικής τηλεόρασης για

το Ιράν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα – αρκούνται να δείχνουν

γυναίκες με τσαντόρ ή να επιμένουν στον φονταμενταλισμό του ισλαμικού

καθεστώτος -, αλλά όταν πήγε στις ΗΠΑ για να προωθήσει το βιβλίο της είδε ότι

τα πράγματα μπορεί να είναι και πολύ χειρότερα. Χρειάστηκε τρεις μήνες για να

πάρει βίζα και, όταν έφτασε εκεί, κατάλαβε πως «οι περισσότεροι Αμερικανοί

εξακολουθούν να φαντάζονται τους Ιρανούς σαν τύπους με χειροβομβίδες γύρω από

τη μέση που ανατινάζονται δεξιά κι αριστερά». Συνάντησε όμως και ανθρώπους

ειλικρινείς, συγκινητικούς, που δεν ζητούσαν παρά να μάθουν περισσότερα για τη

χώρα της. Πούλησε 37.000 αντίτυπα του «Περσέπολις» και τέσσερις διαδοχικές

εκδόσεις εξαντλήθηκαν μέσα σε έναν μήνα. «Ακόμη θυμάμαι», λέει, «εκείνη την

ηλικιωμένη κυρία που μου είπε έπειτα από μια διάλεξη: «Αυτά που μας είπατε

ήταν εξαιρετικά εκνευριστικά… Αλλά μου ανοίξατε τα μάτια»».