Για μια ακόμη φορά οι σχέσεις μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του

Οικουμενικού Πατριαρχείου διαταράχτηκαν με αφορμή τα δικαιώματα του Φαναρίου

στις λεγόμενες Νέες Χώρες (τις περιοχές οι οποίες ελευθερώθηκαν μετά το 1912).

Από το 1928 και μέχρι σήμερα το θέμα πάντα αποτελούσε σημείο τριβής μεταξύ των

δύο Εκκλησιών. O πανεπιστημιακός Μάριος Μπέγζος, παραθέτει τις απόψεις του για

το ζήτημα που έχει προκαλέσει σοβαρή κρίση και στις σχέσεις μεταξύ του

Αρχιεπισκόπου Αθηνών και του Οικουμενικού Πατριάρχη.

«Μια αφορμή και μια αιτία συνυπάρχουν στην ένταση των σχέσεων Εκκλησίας της

Ελλάδος – Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αφορμή είναι η πλήρωση της Μητρόπολης

Θεσσαλονίκης των λεγομένων Νέων Χωρών και η υπενθύμιση του Φαναρίου για την

τήρηση της συμβατικής υποχρέωσης των Αθηνών να σταλεί ο κατάλογος των

υποψηφίων από όπου η Ελλαδική Ιεραρχία θα κάνει την τελική επιλογή.

Το ζήτημα είναι απλό, γι’ αυτό φαίνεται δύσκολο. Αφορά στην τήρηση μιας

συμβατικής υποχρέωσης των Αθηνών που απορρέει από τον Τόμο του 1928, ομόφωνα

αποδεκτό από τα τρία συμβαλλόμενα μέρη (Οικουμενικό Πατριαρχείο, Ελλαδική

Εκκλησία, Ελληνική Πολιτεία) επί 75 έτη. Εάν βεβαίως, κάποιος από τους τρεις

εταίρους επιθυμεί αναθεώρηση της σύμβασης του 1928, μπορεί να προχωρήσει στις

σχετικές διαδικασίες, αλλά μέχρι τότε καθένας οφείλει να τιμά την υπογραφή

του.

H αιτία όμως εντοπίζεται στη διασταύρωση δύο στοιχείων, του ελλαδικού και του

ελληνικού, που αφορούν τους τρεις εταίρους και υφαίνουν την ιστορία του

Νεοελληνισμού, όπως το στημόνι με το υφάδι. H Εκκλησία της Ελλάδος εκπροσωπεί

το ελλαδικό στοιχείο, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντιπροσωπεύει το

ελληνικό στοιχείο.

Λέγοντας ελλαδικό εννοούμε την επικράτεια της Ελλάδος που αποκτά κρατική

υπόσταση με την Εθνεγερσία (1821-1830), διευρύνεται με την επέκταση της

Παλαιάς Ελλάδος (Πελοπόννησος, Στερεά) βορειοδυτικά (Ιόνια, Θεσσαλία, Ήπειρος)

στον 19ο αι. και βορειοανατολικά (Μακεδονία, Θράκη, B. Αιγαίο), στον 20ό αι.

με την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα για να σταθεροποιηθεί στην Μικρασιατική

Καταστροφή (1922). Αντίστοιχο του ελλαδικού έθνους – κράτους είναι η Εκκλησία

της Ελλάδος που με την αυθαίρετη Αυτοκεφαλία και την μονομερή διοικητική

απόσχισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1833-1850) αυτοπεριορίζεται στα

ελλαδικά όρια κινδυνεύοντας να λησμονήσει την ελληνική παράμετρο. Μέσα στη

νεωτερική δυτικοευρωπαϊκή εθνοκρατική λογική αναφύεται η εξίσωση «ένα έθνος –

ένα κράτος – μία εκκλησία». Ο Ελληνισμός συρρικνώνεται στον ελλαδισμό, κρατικά

και εκκλησιαστικά.

Το ελληνικό στοιχείο όμως είναι πολύ ευρύτερο από το ελλαδικό, πολύ πιο

ανοικτό, ευέλικτο κι ελαστικό, παγκόσμιο κι οικουμενικό, διαχρονικό και

δυναμικό. Προέρχεται από τα βάθη των αιώνων, εκχριστιανίζεται σταδιακά επί δύο

χιλιετίες, εξαπλώνεται σε όλη την οικουμένη – υφήλιο συνεχώς μέχρι σήμερα με

τη μετανάστευση των αποδήμων Ελλήνων (περίπου το 1/3 του Ελληνισμού) και

ανήκει στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά

πλειοψηφία (Δ. Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Άπω Ανατολή).

Λέγοντας ελληνικό εννοούμε το έθνος των Ελλήνων, το γένος των Ρωμιών

(εκχριστιανισμένων Ελλήνων) ή αλλιώτικα τη Ρωμιοσύνη (το Ρωμαίικο) που

διακρίνεται πρωτίστως από την πίστη (ορθόδοξη χριστιανική) και δευτερευόντως

από τη γλώσσα (ελληνική), χωρίς ποτέ να ταυτίζεται με καμιά αυτοκρατορία ούτε

να περιορίζεται σε κανένα κράτος. Το εθνικό κράτος είναι ξένο στην

αυτοσυνειδησία του ελληνικού – ρωμαίικου, ενώ η αυτοκρατορία (Βυζαντινή ή

Ανατολική Ρωμαϊκή) παρέχει ένα ιστορικά συμπτωματικό πλαίσιο αναφοράς του

Ελληνισμού.

Το ελληνικό στοιχείο είναι αρχαιότερο και οικουμενικότερο του ελλαδικού

στοιχείου. Γεωγραφικά και ιστορικά, στις δύο διαστάσεις, του χώρου και του

χρόνου, υπερτερεί το ελληνικό – ρωμαίικο απέναντι στο ελλαδικό. Το έθνος μένει

και παραμένει, αναγεννάται και διευρύνεται, πάντοτε υπό τη σκέπη του

Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το κράτος έρχεται και παρέρχεται, αυξομειώνεται

διαρκώς (από την Εθνεγερσία του 19ου αι. μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του

20ού αι.) στη δικαιοδοσία της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Το ελληνικό είναι το πιο περιεκτικό και το πλέον συνεκτικό υλικό του ελλαδικού

στοιχείου. Το πρώτο μένει μόνιμο, όχι όμως αναλλοίωτο, ενώ το δεύτερο είναι

παροδικό, εφήμερο κι εναλλασσόμενο περιστασιακά και περιπτωσιακά κατά τις

εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες. H ένταση Οικουμενικού Πατριαρχείου – Εκκλησίας

της Ελλάδος είναι ουσιαστικά η ένταση ανάμεσα στο ελληνικό και στο ελλαδικό,

στο μόνιμο και στο παροδικό, στη σταθερά και στη μεταβλητή παράμετρο του

Νεοελληνισμού.

Όποιος προκρίνει το ελλαδικό κάνει λόγο για «ενοποίηση» της Ελλαδικής

Εκκλησίας στις πέντε δικαιοδοσίες (Παλαιάς Ελλάδος, Νέων Χωρών, Κρήτης,

Δωδεκανήσου, Αγίου Όρους), ταυτίζοντας κράτος – εκκλησία στην Ελλάδα,

προωθώντας τη νεωτερική εθνοκρατική αντίληψη, οξύνοντας την Αυτοκεφαλία κι

οδηγώντας στον εθνικισμό ενδεχομένως. Εκείνος που προτιμά το ελληνικό στοιχείο

τάσσεται υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εντάσσει το κλειστό, γεωγραφικά

στενό και ιστορικό περιορισμένο ελλαδικό στοιχείο στον ορίζοντα της

ανοικτότητας, της οικουμενικότητας και της πολιτιστικής ελληνικότητας.

Μόνο όποιος ακόμα συνεχίζει να σκέπτεται εθνοκρατικά και παρελθοντολογικά,

ίσως εθνικιστικά, εμμένει στο ελλαδικό. Όποιος στοχάζεται υπερεθνικά και

μεταεθνικά, οικουμενικά και μελλοντολογικά, αυτός εμπιστεύεται το ελληνικό

στοιχείο, που μέσα στο πλαίσιο της ολοένα διευρυνόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης

καλείται να διαδραματίσει ένα νέο δυναμικό ρόλο πολιτιστικά υπό τη φωτισμένη

αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

Ο Μάριος Μπέγζος είναι καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας

του Πανεπιστημίου Αθηνών.