H Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) είχε αφήσει από καιρό να εννοηθεί ότι θα

προχωρούσε στη μείωση των επιτοκίων του δολαρίου, όπως και πράγματι έκανε την

προηγούμενη εβδομάδα. Πολλοί, όμως, πίστευαν ότι η μείωση των επιτοκίων θα

ήταν μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να υπάρξει αστάθεια στα χρηματιστήρια και τις

αγορές ομολόγων.

Αναλυτές, όπως ο Jim Glassman της J.Ρ. Morgan Chase, περίμεναν η μείωση των

αμερικανικών επιτοκίων να φτάσει στο 0,75% και όχι στο 0,25% που αποφάσισε,

τελικά, η FED (τα επιτόκια του δολαρίου διαμορφώνονται, πλέον, από 1,25% σε

1%).

Μακροπρόθεσμα, όμως, εκείνο που θέλησε να πετύχει η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ

είναι να δείξει πως δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων πριν

περάσει πολύς καιρός ακόμη. H Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, με τις πράξεις της,

προσπάθησε να βεβαιώσει τους επενδυτές ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η

οικονομία αρχίσει να αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, δεν θα προχωρήσει σε

αύξηση των επιτοκίων – αντίθετα, μάλιστα, μπορεί να τα μειώσει ακόμη

περισσότερο. Στο κάτω-κάτω, αν οι ανησυχίες για αποπληθωρισμό εξακολουθήσουν

να υφίστανται στο μέλλον, κανείς δεν θα συνηγορήσει σε μια αύξηση των

επιτοκίων.

Εδώ και αρκετό καιρό οι αξιωματούχοι της FED, περιλαμβανομένου και του

προέδρου της Άλαν Γκρίνσπαν, θέτουν θέμα πιθανού κινδύνου αποπληθωρισμού, αν

και διευκρινίζουν ότι δεν τον θεωρούν πολύ πιθανό. Στις δηλώσεις τους έχουν

αναφέρει ότι σε μια τέτοια περίπτωση η FED θα προσπαθούσε να επηρεάσει ευθέως

τα μακροπρόθεσμα επιτόκια αγοράζοντας κρατικά ομόλογα μεγάλης διάρκειας, κάτι

που η Κεντρική Τράπεζα έχει να κάνει δεκαετίες. Τέτοιες δηλώσεις, χωρίς

αμφιβολία, βοήθησαν στο ράλι της αγοράς ομολόγων, η οποία, όμως, φαίνεται να

πιστεύει ότι δεν θα υπάρξουν νέες μειώσεις στα επιτόκια.

Εκείνο που θέλει περισσότερο ο Άλαν Γκρίνσπαν είναι να υπάρξουν ξεκάθαρα

στοιχεία πως η οικονομία έχει ανακάμψει μετά τη φούσκα που έσκασε στον χώρο

της τεχνολογίας. Στα μέσα του 1999, ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ

είπε ότι ήταν αδύνατο να είναι κανείς σίγουρος για το αν υπάρχει φούσκα ή όχι,

αλλά προσέθεσε ότι, στην περίπτωση που σκάσει μια τέτοια φούσκα «οι επιπτώσεις

για την οικονομία δεν θα είναι απαραίτητα καταστροφικές».

Το πάθημα, μάθημα

O Floyd Norris είναι αρθρογράφος στην αμερικανική εφημερίδα «The New York Times»

Οικονομολόγοι και αναλυτές μεγάλων εταιρειών πιστεύουν ότι ο Άλαν Γκρίνσπαν

θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο την εμφάνιση του φαινομένου του

αποπληθωρισμού, όπως συνέβη στην Ιαπωνία. Ο πρόεδρος της FED θέλει να

αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την έκρηξη της πρόσφατης φούσκας με

μεγαλύτερη επιτυχία από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το σκάσιμο της

φούσκας στη δεκαετία του ’30 στις ΗΠΑ ή στη δεκαετία του ’90 στην Ιαπωνία.

Αυτό το διάστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες οι πωλήσεις κατοικιών εξακολουθούν να

είναι αυξημένες, λόγω των χαμηλών επιπέδων στα οποία βρίσκονται τα επιτόκια,

ενώ οι παραγγελίες από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της

τεχνολογίας παρουσιάζουν τάσεις αύξησης από τα πολύ χαμηλά επίπεδα στα οποία

βρίσκονταν.

Μία σημαντική διαφορά

O πρόεδρος της FED, Άλαν Γκρίνσπαν, θέλει να αποφύγει με κάθε τρόπο την

εμφάνιση του φαινομένου του αποπληθωρισμού

Ο κ. Γκρίνσπαν αντιμετώπισε αποτελεσματικά την ύφεση των αρχών της δεκαετίας

του 1990. Όμως, υπάρχει μία σημαντική διαφορά. Στις αρχές της δεκαετίας του

’90 υπήρχε μεγάλη ανησυχία για το μέλλον των τραπεζών. Με το να μειωθούν τα

επιτόκια βραχυχρόνιου δανεισμού περισσότερο από τα επιτόκια μακροπρόθεσμου

δανεισμού, ο κ. Γκρίνσπαν δημιούργησε μια κατάσταση κατά την οποία οι τράπεζες

είχαν σίγουρα κέρδη, πληρώνοντας χαμηλά επιτόκια για τις καταθέσεις και

αγοράζοντας κρατικά ομόλογα διετούς και πενταετούς διάρκειας.

Αυτή τη φορά, όμως, επειδή οι επιχειρήσεις είναι αδύναμες λόγω της μειωμένης

ζήτησης για προϊόντα, ο πιο ισχυρός κλάδος της οικονομίας είναι η αγορά

κατοικιών, της οποίας η ευημερία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα χαμηλά

επιτόκια. H επιθυμία να διατηρηθεί ισχυρή η αγορά αυτή μέχρι να ανακάμψουν και

άλλοι τομείς, ίσως βοηθά να εξηγηθεί το γιατί τα μακροχρόνια επιτόκια έχουν

μειωθεί περισσότερο από όσο είχαν μειωθεί παλαιότερα.

Επιμέλεια διεθνών οικονομικών θεμάτων: Γ. Κανελλόπουλος