«Τουμπεκί» λέγεται στα τούρκικα ο καπνός του ναργιλέ, τον οποίο κάπνιζαν στα

διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον ναργιλέ ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των

καφενείων και επειδή εκείνοι έπιαναν την κουβέντα και αργούσαν να τον πάνε

στον πελάτη, αυτός με τη σειρά του φώναζε «κάνε τουμπεκί». Όσοι κάπνιζαν

ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η φλυαρία. Με

τις ώρες κάπνιζαν τον ναργιλέ απολαμβάνοντας το τουμπεκί που σιγόκαιγε στον

λουλά. Κι αν κανείς άλλος κάπνιζε δίπλα τους και προσπαθούσε να ανοίξει

κουβέντα μαζί τους, οι ναργιλομερακλήδες της παρέας τού λέγανε «κάνε

τουμπεκί», δηλαδή κάπνιζε και μη μιλάς. Όσον αφορά το… «ψιλοκομμένο»

τουμπεκί, αυτό ήταν τέχνη του «ταμπή», να το προσφέρει στον πελάτη ψιλοκομμένο

που ήταν και το καλύτερο. Και όπως γράφει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τάκης

Νατσούλης στο βιβλίο του «Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις» (Εκδόσεις

Σμυρνιωτάκης), το «τουμπεκί» βγήκε από τις λέξεις τουμπεκιάζω – ομαι, που θα

πει κάνω τον άλλον να σωπάσει ή σιωπώ εγώ, ενώ η λέξη τουμπεκάς θα πει

σιωπηλός, βαρύς και εχέμυθος.

ΠΟΡΤΟΦΟΛΙ