Η στάση κάθε θρησκείας απέναντι στον πλούτο είναι αρνητική. Κυμαίνεται από την

απόλυτη άρνηση (ακτημοσύνη ή κοινοκτημοσύνη) μέχρι την επιφυλακτική αποδοχή

(ολιγάρκεια και ελεημοσύνη). Στα αφιερωμένα μέλη της (μοναχοί, ασκητές,

ερημίτες) απαγορεύει την κτήση υλικών αγαθών είτε αψύχων (χρήματα, κτήματα)

είτε εμψύχων (δουλεία, γάμος). Στους λοιπούς πιστούς (λαϊκοί) απαγορεύει την

επιδίωξη του πλούτου και προτρέπει στην ολιγάρκεια μαζί με την ελεημοσύνη.

Ο άγιος είναι πτωχός ή γίνεται πένης με τη θέλησή του (εκούσια), ελεύθερα και

συνειδητά. Ο πλούσιος είναι συνώνυμο του αμαρτωλού ανθρώπου, ενώ ο πτωχός

γίνεται φίλος του Θεού. Πλούσιοι άγιοι (Αβραάμ) γίνονται αποδεκτοί για την

ένθεη δράση τους και όχι για τον πλούτο τους. Εντελώς συγκαταβατικά και κατ’

εξαίρεση μόνον «συγχωρείται» ο πλούσιος από τη θρησκεία.

Απαγορεύεται η τοκογλυφία και κάθε χρηματική δραστηριότητα (δανεισμός,

πίστωση, επένδυση, αποταμίευση κ.ά.). Το χρήμα θεωρείται εφάμαρτο αυτόχρημα,

γι’ αυτό ο πιστός αποτρέπεται από αυτό. Τα υλικά αγαθά (κινητά και ακίνητα)

κρίνονται μάταια. Ο πλούτος πιστεύεται ότι είναι ένα αναγκαίο κακό για την

αντιμετώπιση του άλλου απείρως μεγαλύτερου κακού και όντως θανάσιμου δεινού

που είναι η πείνα, η οποία φέρνει τον θάνατο.

Ο πλούτος συγχωρείται ως αντίδοτο της πενίας. Η ευμάρεια προϋποθέτει την

εντιμότητα στην κτήση υλικών αγαθών. Η χλιδή απαγορεύεται και η ελεημοσύνη

επιβάλλεται. Η διασύνδεση προτεσταντισμού και καπιταλισμού (Μαξ Βέμπερ)

συνιστά μιαν εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι η θρησκεία είναι

αλλεργική απέναντι στον πλούτο.

Η θρησκεία είναι «αντιπλουτοκρατική», επειδή η βασική εμπειρία της είναι η

ενότητα: religio = δεσμός, σύνδεσμος. Κάθε θρησκεία ενώνει θείο-ανθρώπινο,

ορατό-αόρατο, υλικό-άυλο, ατομικό-κοινωνικό. Ο πλούτος χωρίζει τους ανθρώπους,

διχοτομεί την κοινωνία (έχοντες και μη έχοντες), αντιπαραθέτει τα μέλη της

(πλούσιοι – πτωχοί), διασπά την ανθρωπότητα (κύριοι – δούλοι) και φέρνει τη

βία της αγοράς μαζί με την πάλη των τάξεων (καπιταλιστές – προλετάριοι).

Η φυσική ανισότητα των ανθρώπων είναι θεμιτή, αλλά η κοινωνική ανισότητα

γίνεται αθέμιτη. Στη φύση τίποτε δεν είναι ίσο με το άλλο του, όσο κι αν είναι

όμοιο μ’ αυτό. Οι άνθρωποι γεννιούνται ευφυείς ή όχι, ωραίοι ή άσχημοι,

ταλαντούχοι ή μη. Μπορεί ποτέ να υπάρξει ισότητα στα μέλη της ορχήστρας,

όποιας στρατιωτικής μονάδας ή κάποιας ερευνητικής ομάδας; Η ανισότητα

ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση, όχι όμως στην ανθρώπινη κοινωνία.

Οι άνθρωποι συγκροτούν κοινωνία γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: για να διορθώσουν

τα λάθη της φύσης, να καλυφθούν τα κενά της και να εξισορροπηθούν οι

ανισορροπίες της. Η κοινωνική ανισότητα (πλούσιοι – πτωχοί, άρχοντες –

αρχόμενοι) κρίνεται αθέμιτη και άδικη, γι’ αυτό καταπολεμάται από τα θύματά

της που είναι συνήθως οι αδύναμοι, φτωχοί και καταφρονεμένοι.

Η θρησκεία ενώνει ό,τι ο πλούτος χωρίζει. Κάθε θρησκεία ως φορέας ενότητας

σφυρηλατεί δεσμούς, καθιδρύει συνδέσμους, προσφέρει αρμούς και παρέχει ιούς

συνοχής όπου σχηματίζονται καρκινώματα του κοινωνικού σώματος. Η θρησκεία

είναι σαν το «τσιμέντο» της κοινωνίας, η «κόλλα» της ανθρωπότητας, το κατ’

εξοχήν συνεκτικό υλικό της. Με αυτήν τη θεολογική λογική κάθε θρησκεία συνιστά

μιαν ηθική αντιπλουτοκρατική.

Η θρησκεία ως μικρογραφία της κοινωνίας αναπαράγει μέσα της όλες τις

αντιφάσεις του περιβάλλοντός της. Δεν υπήρξε θρησκεία πτωχή, παρά τις

αντιπλουτοκρατικές διακηρύξεις της! Οι μοναχοί είναι ακτήμονες, οι μονές όχι!

Η αιτία αυτής της αντίφασης πρέπει να αναζητηθεί αλλού, όχι στην ουσία της

θρησκείας, αλλά στη φύση της κοινωνίας, την οποία μιμείται η θρησκευτική

θέσμιση.

Ο Μάριος Μπέγζος είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της

Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.