Η ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης, χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι

οι καφέδες στα καφενεία. Αυτό το τόσο απλό πράγμα, ένας καφές σε καφενείο,

έχει γίνει στην Αθήνα είδος πολυτελείας. Όσοι ταξιδεύουν λένε ότι έχουμε τον

πιο ακριβό καφέ της Ευρώπης. Η τιμή πάει με το τετραγωνικό. Είναι ακριβή η

ώρα, τα φλιτζάνια, τα κτίρια, λίγοι οι πεζόδρομοι και οι πλατείες, δεν υπάρχει

χώρος για τραπεζάκια έξω, άρα οφείλουμε να τα χρυσοπληρώσουμε. Να

καταναλώνουμε κάτι σε δήθεν, κάτι σε μαϊμού, διότι, θα σου πει ο άλλος, έπινες

και στο σπίτι σου καπουτσίνο; Αυτή λοιπόν είναι η ακρίβεια των φαντασμένων,

όπως είμαστε όλοι και δεν διαμαρτυρόμαστε για να μη φανεί – το πόσο

φαντασμένοι είμαστε. Περιλαμβάνει τους καφέδες και διάφορα άλλα πράγματα που

ήταν κάποτε φτηνά, να τρως έξω το βράδυ ας πούμε. Δεν είναι πια ταβέρνες,

είναι εστιατόρια και πληρώνεις σαν να έρχονται τα φαγητά αεροπορικώς από τα

εξωτερικά.

Η ακρίβεια μεγαλώνει ψυχολογικά τις αποστάσεις. Ό,τι κινούνταν εύκολα κολλάει

τώρα, σαν τα φτερά των πουλιών στη θάλασσα της Ισπανίας που καταδίκασε το

πετρέλαιο του Κύρους. Έτσι λεγόταν το πλοίο, Prestige, γαλλιστί. Το κύρος

λοιπόν παίζει πολύ στο να πληρώνεις αδιαμαρτύρητα τους καφέδες χρυσούς και όλα

όσα βαφτίζονται οψίμως πολυτέλειες. Το κύρος του καφέ ανεβαίνει με την τιμή,

γιατί από γεύση δεν βλέπει καλυτέρευση. Και πώς να κρίνουμε, σάμπως πίναμε και

στο σπίτι μας καπουτσίνο; Πληρώνουμε λοιπόν, αλλά πληρώνουμε και τα κάποτε

φτηνά παραδοσιακά πράγματα που έκαναν την Ελλάδα φτωχομάνα. Αυτά γιατί

ακρίβυναν; Μα έχει κόστος να συντηρείς τις παραδόσεις στη σημερινή εποχή των

φαντασμένων. Από δυο πλευρές κορόιδα.