Ο Ηριδανός, ο μοναδικός ποταμός που περνούσε από την καρδιά της αρχαίας

Αθήνας (και έβγαινε, εκτός των τειχών, από τον Κεραμεικό). Εδώ, η κοίτη του

(σήμερα) στο Μοναστηράκι, που θα αναδειχθεί και θα είναι ορατή από τους

επιβάτες του Μετρό

Τούτη η ιστορία επαναλαμβάνεται εδώ και δεκάδες αιώνες… Στην πρώτη δυνατή

νεροποντή, ο Κηφισός ξεχειλίζει και πλημμυρίζει σπίτια και δρόμους, που

βρίσκονται κοντά στις όχθες του. Το ίδιο συνέβαινε ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ.,

σύμφωνα με τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες. Ο Κηφισός και ο Ιλισός, που

κυλούσαν έξω από τα τείχη της αρχαίας πόλης, συχνά προκαλούσαν μεγάλες

καταστροφές στις καλλιεργειες των αρχαίων Αθηναίων. Όσο για τον τρίτο ποταμό

της πόλης, τον Ηριδανό, από πολύ νωρίς είχε μετατραπεί σε αγωγό λυμάτων.

«Το ότι ο Κηφισός ξεχείλιζε από τον 6ο αιώνα π.Χ. φαίνεται και από πρόσφατες

αρχαιολογικές ανασκαφές, στη συμβολή της Αττικής οδού με την οδό Κύμης», λέει

στα «ΝΕΑ» ο αρχαιολόγος της Β΄Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων,

Δημήτριος Σκιλάρντι. «Εκεί εντοπίστηκε η κοίτη ενός χειμμάρου, που ήταν

παραπόταμος του Κηφισού. Και όπως αποδεικνύουν οι χαρακιές από τα κάρα στις

παρειές του, το καλοκαίρι δεν ήταν παρά ένας ξεροπόταμος, που χρησιμοποιούνταν

ως δρόμος, αλλά το χειμώνα υπερχείλιζε από τις δυνατές νεροποντές».

«Κακό χαρακτήρα» δεν είχε μόνον ο Κηφισός, αλλά και ο Ιλισός, που είχε

θεοποιηθεί, σύμφωνα με όσα μαρτυρούν οι επιγραφές τής εποχής, και αποτελούσε

(λόγω των πολλών ιερών που βρίσκονταν στις όχθες του) ένα από τα θρησκευτικά

κέντρα της πόλης, πλημμύριζε το ίδιο συχνά με τον Κηφισό. Ιδιαιτέρως τον

χειμώνα, τα ορμητικά νερά του παρέσυραν μέχρι και ρίζες δένδρων, όπως

«αφηγείται» και ο Στράβων, ενώ το καλοκαίρι τα νερά μειώνονταν αισθητά.

Ο Ιλισός πήγαζε από τις βορειοδυτικές πλαγιές του Υμηττού (ένα σκέλος από την

περιοχή Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, νοτίως του Χολαργού, και ένα δεύτερο κοντά στην

Καισαριανή) και κυλούσε στα νότια της πόλης, έξω από τα τείχη της. Στο μέσο

περίπου της διαδρομής του (σχεδόν απέναντι από τον λόφο του Αρδηττού)

χωριζόταν στα δύο, σχηματίζοντας νησίδα και αφού ενωνόταν πάλι συνέχιζε

ανάμεσα στους λόφους Φιλοπάππου και Σικελίας (κοντά στη λεωφόρο Συγγρού). Λίγο

πριν από τη θαλάσσια περιοχή του σημερινού Νέου Φαλήρου συναντούσε τον Κηφισό

και ενωνόταν μαζί του μέχρι τη θάλασσα, ενώ λίγο πιο πριν δεχόταν τα νερά του

Ηριδανού, που διέσχιζε την καρδιά τής αρχαίας πόλης.

Στην αρχαία Αθήνα κυλούσαν δύο ακόμα μεγάλοι χείμαρροι. Ο Σκίρος, που σύμφωνα

με τον Παυσανία, βρισκόταν στα δυτικά της πόλης, μεταξύ Διπύλου και Κηφισού

και ο Κυκλοβόρος που σύμφωνα με υποθέσεις του Ιωάννη Τραυλού διέτρεχε την

βόρεια πλευρά της πόλης.

Έκανε τον Ελαιώνα… λίμνη

Και αν η σημερινή κοίτη του Κηφισού βρίσκεται περίπου 1.200 μ. δυτικά

της θεωρούμενης αρχαίας, όπως σημειώνει στα σχόλια των «Αττικών» του Παυσανία

ο αρχαιολόγος και φιλόλογος, Νικόλαος Παπαχατζής, δεν φαίνεται η συμπεριφορά

του ποταμού να έχει αλλάξει σημαντικά. «Από εκείνα τα χρόνια μέχρι σήμερα η

κοίτη του Κηφισού, αλλά και των άλλων ποταμών της Αθήνας, έχει αλλάξει

κατεύθυνση αρκετές φορές», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Γεωλογίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών, Ηλίας Μαριολάκος. «Αιτία για το γεγονός αυτό ήταν άλλοτε

οι προσχώσεις και άλλοτε μικρής έκτασης τεχνικά έργα».

Ο ποταμός, που πήγαζε από τις βορειοδυτικές υπώρειες της Πεντέλης και τα

υψώματα μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας και περνούσε από τη Δεκέλεια, τη

Μεταμόρφωση, τη Νέα Φιλαδέλφεια, την περιοχή Κολοκυνθούς και τον Άγιο Ιωάννη

Ρέντη, για να καταλήξει στον φαληρικό όρμο, συχνά υπερχείλιζε και μετέτρεπε

τον Ελαιώνα σε λίμνη.

Έως και 35 νεκροί στον Ιλισό!

«Μέσα σε δευτερόλεπτα ξετυλίχθηκε εμπρός στα μάτια μας ένα απίθανο φαινόμενο.

Κεραυνοβοληθήκαμε. Σε απόσταση 30 μόλις μέτρων από το ταξί, ένα μπαράζ από

κεραυνούς χτυπούσε την άσφαλτο…». Ήταν μία απο τις τελευταίες μεγάλες

πλημμύρες του Ιλισού ποταμού. Ο Μιχαήλ Παπαδάκης, που στις 17 Οκτωβρίου του

1937 ήταν νεαρός πολιτικός μηχανικός του Πολυτεχνείου, την έζησε από κοντά.

Κινδύνεψε να πνιγεί, και 60 χρόνια αργότερα την αφηγήθηκε στο βιβλίο του

«Ιλισός», που εκδόθηκε από το Τεχνικό Επιμελητήριο.

Εκείνη την εποχή, αλλά και μία δύο δεκαετίες αργότερα, ο «χείμαρρος» Ιλισός

παρουσίαζε την εικόνα μιας τεράστιας τάφρου που χώριζε την Αθήνα στα δύο. Τα

νερά του, ορμητικά ύστερα από κάποια σφοδρή καταιγίδα, ξεχύνονταν από την

κοίτη με καταστροφικά πολλές φορές αποτελέσματα.

Στις 14 Νοεμβρίου του 1897 μάλιστα, τα νερά του Ιλισού προκάλεσαν τον

θάνατο 35 Αθηναίων. Πολλές φορές δε, λίμναζαν στους δρόμους και μετατρέπονταν

σε εστίες μικροβίων για τους κατοίκους. Ο λοιμός που προκάλεσε τον θάνατο

4.000 ανθρώπων στην πόλη το 1847, αποδόθηκε σε νοσογόνους παράγοντες στα ύδατα

του Ιλισού αλλά και του Κηφισού. Γι’ αυτόν τον λόγο, «το πρόβλημα του

χειμάρρου» ήταν μια κατάσταση, που οι κυβερνώντες έβρισκαν συνεχώς μπροστά

τους. Η κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη είπε το «μέχρις εδώ» και ζήτησε τη

βοήθεια ξένων τεχνικών, για να συνταχθεί μια μελέτη που θα διευθετούσε την

κοίτη του ποταμού. Τα έργα ξεκίνησαν τελικά το φθινόπωρο του 1936 από την

Εταιρεία Υδραυλικών Εξυγιαντικών Έργων.

Ο Μιχαήλ Παπαδάκης, που ανήκε τότε στο Γραφείο Ελέγχου του Υπουργείου Δημοσίων

Έργων, θέλησε, μαζί με τον Τάκη Γούναρη και τον Ιωάννη Ξύδη, να πάει στο

ποτάμι για να διαπιστώσει αν οι αγωγοί που θα τοποθετούνταν για να

παροχετεύουν υπογείως τα νερά του ποταμού, είχαν την απαιτούμενη διάμετρο.

«Όταν άρχισε η ραγδαία βροχή, καλά κουκουλωμένοι συναντηθήκαμε στο Σύνταγμα

απ’ όπου με ταξί κατευθυνθήκαμε προς το Στάδιο. Όταν φθάσαμε στη Λεωφόρο Βασ.

Όλγας και συγκεκριμένως στη θέση Μετς που ήταν η παλιά ξύλινη γέφυρα και το

καφενείο, κλειστό βέβαια την εποχή εκείνη, ο οδηγός του ταξί αρνήθηκε να

προχωρήσει, γιατί η καταιγίδα είχε κορυφωθεί… Μέσα στη στιγμιαία σύγχυση

μέτρησα τουλάχιστον έξι σχεδόν σύγχρονες εκρήξεις που προκάλεσαν αντίστοιχες

ηλεκτρικές εκκενώσεις επάνω στην άσφαλτο.

Ένα σταματημένο τραμ, τυλιγμένο στο σκοτάδι, περιβαλλόταν από κεραυνοβολήματα.

Άγριες φωνές των πανικόβλητων επιβατών συμπλήρωναν τον πανικό, που ήταν φυσικό

να κυριεύσει κι εμάς. Πρώτος πετάχτηκε έξω από το ταξί ο Τ. Γούναρης και

χάθηκε στο σκοτάδι και αμέσως μετά εγώ. Ο Ι. Ξύδης, όταν προσπάθησε να βγει,

χτυπήθηκε από ηλεκτρικό καλώδιο τη στιγμή που ο τηλεγραφικός ξύλινος στύλος,

κομμένος από κεραυνό στη βάση του, έπεσε επάνω στη σκεπή του αυτοκινήτου. Όσο

για μένα, πιστεύοντας ότι θα βρω προστασία κάτω από το προστέγασμα του

κλειστού καφενείου, έτρεξα προς το ποτάμι, που για κακή σύμπτωση εκείνη

ακριβώς τη στιγμή ξεχείλισε και ένα κύμα με περιτύλιξε ώς τα γόνατα. Πώς

βρέθηκα σε σταθερό έδαφος μέσα στον χώρο του Ολυμπιείου δεν το κατάλαβα…».

Ο… αόρατος Ηριδανός

Ως ξαπλωμένος νέος «εικονοποιείται» στο δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα ο ποταμός

Ιλισός, σύμφωνα με μια αρχαιολογική ερμηνεία

Τη σημερινή τύχη των άλλων δύο ποταμών της Αθήνας, του Ιλισού και του Κηφισού,

είχε ήδη από την αρχαιότητα ο παραπόταμος του Ιλισού, ο Ηριδανός. Η κοίτη του,

που είχε πλάτος 21 μ., καλύφθηκε οριστικά την εποχή του Αδριανού (2ος αιώνας

μ.Χ.), ενώ επεμβάσεις είχε δεχθεί ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τον

κατεξοχήν μελετητή της αθηναϊκής τοπογραφίας, αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο,

Ιωάννη Τραυλό.

Σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με ακρίβεια ποια είναι η υπόγεια διαδρομή του

Ηριδανού μέσα από τον αθηναϊκό σχιστόλιθο. Σύμφωνα με αρχαιολογικές ενδείξεις,

πήγαζε από τους νότιους πρόποδες του Λυκαβηττού (στην περιοχή της Δεξαμενής,

στο Κολωνάκι) και φαίνεται πως περνούσε κάτω από το σημερινό κτίριο της

Βουλής, την Πλατεία Συντάγματος, και διά μέσου των οδών Όθωνος (εντοπίστηκε

από τα έργα του Μετρό) και Μητροπόλεως έφτανε στην Πλατεία Μοναστηρακίου.

Συνέχιζε την πορεία του προς την Πλατεία Δημοπρατηρίου, την οδό Αδριανού και

έφτανε έως τον Κεραμεικό.

Στην περιοχή αυτή μόνο ένα μικρό κομμάτι του ποταμού μπορεί να δει κανείς

σήμερα. Όσο για την εγκιβωτισμένη κοίτη του, που είχε πλάτος 1,6μ. και

αποτελούσε ένα σημαντικό τεχνικό έργο της αρχαιότητας, θα έχουν την ευκαιρία

να βλέπουν οι επιβάτες του Μετρό στον υπό κατασκευήν ακόμα σταθμό, στο

Μοναστηράκι. Και, αν το επιτρέψουν τα αντιπλημμυρικά έργα, δεν αποκλείεται το

ποτάμι, σε μήκος περίπου 15 μ. να «ξαναζωντανέψει». Διαφορετικά, τα νερά θα

απομακρύνονται με ειδικό φρεάτιο και οι επιβάτες θα μπορούν να πάρουν μόνο μια

γεύση από το ποτάμι, λόγω της αναπόφευκτης υγρασίας που θα υπάρχει στον αρχαίο

αγωγό καθώς, όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου

και μελετητής του έργου, Μιλτιάδης Χρονόπουλος, «η ροή ενός ποταμού δεν μπορεί

να σταματήσει ποτέ».

Γιατί όμως το μοναδικό ποτάμι που διέσχιζε το άστυ – και μάλιστα πλούσιο σε

νερά, προσφέροντας αρχικά ανακούφιση στα έντονα προβλήματα λειψυδρίας τα οποία

αντιμετώπιζε από την αρχαιότητα η Αθήνα – να είναι «εξαφανισμένο», όχι μόνον

από τα μάτια των περαστικών, αλλά και από τις αρχαίες πηγές, καθώς λιγοστές

είναι εκείνες που αναφέρονται σ’ αυτόν;

Μοιραία στάθηκε η θέση του. Διέσχιζε το εντός των τειχών τμήμα της πόλης από

ανατολικά προς τα δυτικά, βρέθηκε στην καρδιά της πόλης και μετατράπηκε σε

αγωγό λυμάτων. Και καθώς δεν ήταν ορατός παρά μόνο σε δευτερεύοντες δρόμους,

αλλά και στην περιοχή του Κεραμεικού, στην Ιερά Πύλη (από όπου υπήρχε ειδική

δίοδος για να βγαίνει εκτός των τειχών και να συναντά νοτιότερα τον Ιλισό,

στον οποίο και κατέληγε), δεν είχε τραβήξει την προσοχή των αρχαίων

συγγραφέων, οι οποίοι τον αναφέρουν σπανίως. Βαθμιαία, δε, η κατάσταση γινόταν

όλο και χειρότερη, με αποτέλεσμα στο τέλος της Κλασικής Εποχής τα νερά του

Ηριδανού να είναι τόσο βρώμικα, που ούτε τα ζώα πλησίαζαν για να δροσιστούν,

κάτι που επιβεβαιώνει και ο Στράβων.