Το σύστημα διακυβέρνησης που προτείνει το σχέδιο Ανάν χρειάζεται

επεξεργασία, διότι εμπεριέχει σοβαρότατους κινδύνους αδιεξόδου, υποστηρίζει ο

ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Δημήτρης Τσάτσος. Ο διακεκριμένος συνταγματολόγος

πάντως συμφωνεί με τον Πρωθυπουργό ότι το σχέδιο αποτελεί μια αφετηρία

διαπραγμάτευσης. Υποδεικνύει μάλιστα ότι η ελληνική πλευρά μπορεί να αντλήσει

επιχειρήματα από τη θεσμική λογική της ισοτιμίας, στην οποία βασίζεται και το

σχέδιο που υποβλήθηκε, για να βελτιώσει τη λειτουργικότητα του προτεινόμενου

συστήματος διακυβέρνησης. Επίσης διαπιστώνει, ότι δικαιώνεται η επιμονή της

Ελλάδος σε ένα κράτος, μια κυριαρχία, μία ιθαγένεια και ότι η έννομη τάξη που

προτείνεται, είναι συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Με δεδομένη την ιστορική εμπειρία του Κυπριακού, είναι αυτή η καλύτερη δυνατή

λύση του προβλήματος; Είναι τουλάχιστον ό,τι καλύτερο θα μπορούσαμε να

επιλέξουμε σε αυτή τη φάση ή μήπως θα έπρεπε να το απορρίψουμε;

Η κρίση μας για το σχέδιο που υποβλήθηκε δεν μπορεί να είναι ο κλασικός

ορθολογισμός των δημοκρατικών πολιτευμάτων, όπως αυτός διαμορφώθηκε από τον

ευρωπαϊκό δημοκρατικό πολιτισμό. Αν αυτό είχαμε ως κριτήριο, το υποβληθέν

σχέδιο θα ήταν ακατανόητο. Κριτήριό μας δεν μπορεί να είναι παρά τα

συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα επί των οποίων η ελληνική πλευρά, χρόνια τώρα,

συζητάει και έμμεσα έχει αποδεχτεί. Έτσι έχει αποδεχτεί την ισοτιμία δύο

κοινοτήτων που η μία αποτελείται από το ογδόντα τοις εκατό των κατοίκων του

νησιού και η άλλη από το είκοσι. Στη βάση αυτή, το σχέδιο, παρά τον

πολιτευματικό του και δημοκρατικό του ανορθολογισμό, αποτελεί μία αφετηρία,

όπως σωστά το χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, για μια διαπραγμάτευση

που, όμως, πρέπει να επιφέρει βελτιώσεις.

Το κράτος που δημιουργείται από το σχέδιο Ανάν είναι συνέχεια της Κυπριακής

Δημοκρατίας ή πρόκειται για ένα εντελώς νέο κράτος;

Αναμφισβήτητα, η έννομη τάξη που προτείνεται αποτελεί συνέχεια της σημερινής

Κυπριακής Δημοκρατίας, εκείνης δηλαδή που είναι ήδη μέλος του ΟΗΕ και εκείνης

που ολοκλήρωσε τις εξαιρετικά επιτυχείς διαπραγματεύσεις εισόδου της στην Ε.Ε.

Άλλωστε το ίδιο το σχέδιο ομολογεί αυτή τη συνέχεια, αφού ορίζει ότι

ακυρώνονται μόνο εκείνοι από τους σήμερα υφιστάμενους νόμους που θα

αντιφάσκουν στο νέο συνταγματικό καθεστώς. Οι άλλοι παραμένουν εν ισχύ. Αυτό

είναι νοητό μόνο διότι η νέα νομική τάξη αποτελεί πράγματι και νομικά,

συνέχεια της υφισταμένης.

Το συνταγματικό καθεστώς που προτείνεται είναι σύμφωνο με τα ψηφίσματα και

τις αποφάσεις του ΟΗΕ; Με άλλα λόγια μιλάμε για ομοσπονδία ή για

συνομοσπονδία;

Η ελληνική πλευρά δικαιώνεται στην επιμονή της για ένα κράτος, μία κυριαρχία

και μία ιθαγένεια. Το ότι η λέξη κυριαρχία, ως επίθετο, χρησιμοποιείται για

την αρμοδιότητα κάθε συστατικής πολιτείας να ρυθμίζει τα θέματα που υπάγονται

σ’ αυτήν δεν αναιρεί τη σαφή διατύπωση για την κυριαρχία του συνολικού

κράτους. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το σχέδιο δεν

επιτρέπει στις συστατικές πολιτείες αυτοτελείς διεθνείς σχέσεις παρά

αποκλειστικά και μόνον στα πεδία του πολιτισμού και του εμπορίου. Το ίδιο

ισχύει και για την παραδοχή μιας οιωνεί ιθαγένειας για τους πολίτες κάθε

συστατικής πολιτείας. Ο όρος ιθαγένεια εδώ είναι πλησιέστερος προς αυτό που θα

λέγαμε «δημότης μιας κοινότητας». Η ιθαγένεια των συστατικών πολιτειών άλλωστε

προϋποθέτει την ιθαγένεια του ομοσπονδιακού κράτους που είναι και το μόνο

αρμόδιο να την απονέμει. Η εικόνα συμπληρώνεται από τη μία και ενιαία νομική

προσωπικότητα που αναγνωρίζεται στο Ομοσπονδιακό Κράτος.

Θεωρείτε λειτουργικό το συνταγματικό καθεστώς που προτείνεται: Πού μπορούν

να προκύψουν προβλήματα;

Το σύστημα διακυβέρνησης χρειάζεται επεξεργασία διότι, ως έχει, εμπεριέχει

σοβαρότατους κινδύνους αδιεξόδου τόσο στο επίπεδο του λεγόμενου προεδρικού

συμβουλίου (δηλ. του υπουργικού συμβουλίου) όσο και στο επίπεδο της

νομοθετικής λειτουργίας, αφού και στα δύο αυτά επίπεδα η τουρκοκυπριακή πλευρά

μπορεί να ματαιώνει οποιαδήποτε απόφαση θέλει. Η λύση του αδιεξόδου σε επίπεδο

συνταγματικού δικαστηρίου είναι εξαιρετικά προβληματική διότι η σύνθεση του

δικαστηρίου (τρεις Ελληνοκύπριοι, τρεις Τουρκοκύπριοι και τρεις αλλοδαποί)

οδηγεί στην παγκόσμια πρωτοτυπία, η λήψη θεμελιωδών πολιτικών αποφάσεων να

περνάει στα χέρια μη Κυπρίων πολιτών. Τίθεται λοιπόν εδώ θέμα λαϊκής

κυριαρχίας.

Ποια είναι τελικά η θεσμική λογική του προτεινομένου συστήματος;

Είναι γεγονός ότι έχει από καιρό γίνει δεκτό ότι διαπραγματευόμαστε ένα

διζωνικό δικοινοτικό κράτος βασισμένο στην ισοτιμία των δύο κοινοτήτων. Αυτό

περιλαμβάνει και η λογική των προτάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και, κατ’

αρχήν και το σχέδιο που υποβλήθηκε. Αυτή η αρχή της ισοτιμίας ίσως θα έπρεπε

να συζητηθεί ενδελεχώς κατά τις διαπραγματεύσεις στην εξής βάση: Πρέπει να

γίνει διάκριση μεταξύ ισοτιμίας και ισότητας των δύο συστατικών πολιτειών. Μία

αντίληψη πλήρους αριθμητικής ισότητας ή πιο σωστά πλήρους ισοδυναμίας κατά τη

λήψη αποφάσεων, είναι αυτή η οποία οδηγεί στους κινδύνους του αδιεξόδου. Η

διάκριση μεταξύ ισοτιμίας και ισότητας μπορεί να αποβεί χρήσιμη. Και στην

Ευρωπαϊκή Ένωση όλα τα κράτη μέλη είναι ισότιμα. Αυτή η ισοτιμία όμως δεν

εμπόδισε να γίνει δεκτό στις ευρωπαϊκές Συνθήκες ότι π.χ. τα μεγάλα κράτη

έχουν δύο Επιτρόπους και τα μικρά έναν. Και ότι στο Συμβούλιο ο αριθμός των

ψήφων των ισοτίμων κρατών διαφέρει ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος κάθε

κράτους. Κι εδώ αναδεικνύεται η διαφορά ισοτιμίας και αριθμητικής ισότητας.

Άλλωστε και το ίδιο το σχέδιο δεν αντέχει την τήρηση της απολύτου αριθμητικής

ισότητας μεταξύ της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας και της τουρκοκυπριακής

μειοψηφίας. Αυτό φαίνεται π.χ. στο ότι η κάτω Βουλή αποτελείται κατά εβδομήντα

πέντε από Ελληνοκυπρίους και κατά είκοσι πέντε από Τουρκοκυπρίους. Άρα το ίδιο

το σχέδιο παρέχει το έναυσμα για την επανασυζήτηση του θέματος αυτού.

Σε περίπτωση που οι δύο πλευρές αποδεχθούν το σχέδιο μέχρι την Κοπεγχάγη, η

Σύνοδος Κορυφής εγκρίνει την ένταξη της Κύπρου και στη συνέχεια η μία από τις

δύο πλευρές απορρίψει στο σχετικό δημοψήφισμα το σχέδιο,τι θα γίνει;

Εάν έχουμε, είτε από ελληνοκυπριακής πλευράς ή από τουρκοκυπριακής πλευράς,

απόρριψη, κατά τα δημοψηφίσματα, μιας τυχόν κοινής πρότασης των

διαπραγματευτών, βρισκόμαστε ξανά απέναντι σε μια Κυπριακή Δημοκρατία που δεν

θα έχει ακόμη λύσει το πρόβλημά της. Τότε ισχύει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, ως

έχει σήμερα, θα παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα ξεκινήσουν νέες

προσπάθειες για την επίλυση του ζητήματος. Ως τη στιγμή της επίλυσης, μέλος

μεν της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι η αναγνωρισμένη σήμερα από όλα τα κράτη

Κυπριακή Δημοκρατία που είναι και μέλος του ΟΗΕ. Το ευρωπαϊκό δίκαιο όμως δεν

θα μπορεί να εφαρμοσθεί στην περιοχή που θα τελεί υπό την παράνομη τουρκική

κατοχή.

Είστε τελικά αισιόδοξος;

Έχω πεποίθηση και σεβασμό προς τις προσωπικότητες που θα διαπραγματευτούν το

σχέδιο. Αξιολογώ υψηλά την ομόψυχη συμπαράσταση της ελληνικής κυβέρνησης προς

την ελληνοκυπριακή ηγεσία. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα υπάρξει ελληνικό ναι άνευ

όρων. Η δήλωση του Προέδρου Κληρίδη ότι δεν δέχεται τη μεταβατική συμπροεδρία,

αποτελεί επιβεβαίωση της προηγούμενη σκέψης μου. Ό,τι άλλο κι αν έλεγα θα ήταν

πρόωρο κι ανεύθυνο.

«Σημαντικό το ότι η μετεξέλιξη θα γίνει μέσα στην Ε.Ε.»

Ο κ. Τσάτσος χαρακτηρίζει εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός, ότι η Κυπριακή

Δημοκρατία θα υποστεί τη μετεξέλιξή της μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου το

περιβάλλον ευνοεί τον εξορθολογισμό των θεσμών. Επισημαίνει, πάντως, ότι το

κοινοτικό κεκτημένο διασφαλίζεται μόνο μερικώς και τονίζει ότι αδικούνται

ορισμένες γενιές από τα μεγάλα χρονικά διαστήματα των μεταβατικών περιόδων για

την υλοποίηση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Θα συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία του «νέου κράτους» το γεγονός ότι θα

αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία στη μετεξέλιξη

που θα υποστεί θα λειτουργήσει όχι ως μεμονωμένο κράτος στην παγκόσμια διεθνή

κοινωνία αλλά ως κράτος μέσα στη νοηματική και αξιολογική τάξη της Ε.Ε. Οι

θεσμοί μετεξελίσσονται μέσα στην ιστορική διαδρομή τους. Η ερμηνεία τους και η

διαμόρφωσή τους μέσα στην ενωσιακή πραγματικότητα μόνο βελτίωση προς την

κατεύθυνση ενός εξορθολογισμού τους μπορεί να επιφέρει.

Διασφαλίζεται μέσα από τις προτάσεις του σχεδίου Ανάν το κοινοτικό

κεκτημένο;

Το κοινοτικό κεκτημένο δεν διασφαλίζεται απολύτως αλλά μόνο μερικώς. Ασφαλώς

και στον τομέα της ελεύθερης εγκατάστασης και δράσης αλλά και στον περιουσιακό

τομέα επέρχεται μία βελτίωση, σε σύγκριση πάντοτε με την πλήρη αυθαιρεσία του

παράνομου κατοχικού καθεστώτος. Είναι βέβαιο ότι εδώ οι διαπραγματευτές θα

σκύψουν πάνω από την απόσταση που το σχέδιο χωρίζει τις ρυθμίσεις από το

ευρωπαϊκό κεκτημένο όπως αυτό νοείται και ερμηνεύεται σήμερα στην Ευρωπαϊκή

Ένωση. Εδώ πρέπει κανείς να επισημάνει επίσης τα μεγάλα χρονικά διαστήματα των

μεταβατικών περιόδων για την υλοποίηση βασικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Διαστήματα που ουσιαστικά στερούν από ορισμένες γενιές την προσδοκία της

δικαιοκρατικής τους ικανοποίησης.