Το συνταγματικό πλαίσιο τέθηκε στις βασικές του γραμμές από τις συμφωνίες

Ζυρίχης-Λονδίνου, που προήλθαν από την απευθείας συνεννόηση των

κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Η Βρετανία διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο,

επιδιώκοντας κυρίως να διατηρήσει βάσεις υπό την κυριαρχία της. Ανεξάρτητα από

τον τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκε η διευθέτηση, τόσο η ελληνοκυπριακή πλευρά,

υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, όσο και η τουρκοκυπριακή συνυπέγραψαν το

τελικό κείμενο. Στη συνέχεια, την εκπόνηση του νέου Συντάγματος ανέλαβαν τρεις

διαπρεπείς συνταγματολόγοι από την Ελλάδα, την Τουρκία και την Ελβετία,

πλαισιωμένοι από εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων, που δεν ήταν άλλοι από τους

Γλαύκο Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς. Επρόκειτο για δυσχερέστατο

εγχείρημα, καθώς επιδίωκε να συγκεράσει το δικαίωμα της πλειοψηφίας να κυβερνά

με τις ευρύτερες δυνατές εγγυήσεις προστασίας και συμμετοχής για τη μειοψηφία.

Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και το Σύνταγμα του 1960 επικρίθηκαν

έντονα από την ελληνική πλευρά. Για μεν τις συμφωνίες, η κυριότερη μομφή ήταν

ότι φαλκίδευαν την ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους. Ειδικότερα, η

Συνθήκη Εγγυήσεως, η οποία ενσωματώθηκε στο συνταγματικό κείμενο,

απέκλειε την ένωση – αλλά και τη «διαίρεση» – ενώ παρείχε στην Ελλάδα, την

Τουρκία και τη Μεγάλη Βρετανία δικαίωμα να επέμβουν και μονομερώς σε περίπτωση

που παραβιάζονταν το διεθνές καθεστώς και η συνταγματική τάξη στο νησί. Ως

προς τις υπόλοιπες διατάξεις του Συντάγματος, η κριτική εστιάστηκε στα

ακόλουθα σημεία:

1. το δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) του (Έλληνα) Προέδρου και του

(Τούρκου) Αντιπροέδρου για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας

2. τη διανομή των θέσεων στη διοίκηση, τις ένοπλες δυνάμεις και τα

σώματα ασφαλείας με βάση αναλογία που ευνοούσε υπέρμετρα την τουρκοκυπριακή

πλευρά

3. την απαίτηση για την ψήφιση νομοσχεδίων για σπουδαία ζητήματα –

μεταξύ των οποίων και το φορολογικό – από χωριστές πλειοψηφίες, τόσο των

Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων βουλευτών

4. την πρόβλεψη για τον χωρισμό των πέντε μεγάλων δήμων του νησιού με

βάση την εθνότητα των κατοίκων.

Η ρήξη επήλθε με αφορμή το τελευταίο αυτό ζήτημα. Στη διάρκεια των

διαπραγματεύσεων, η τουρκική πλευρά επέμεινε σε χωριστούς δήμους. Παρά

τις επιφυλάξεις της Αθήνας, ο Μακάριος έδωσε τη συγκατάθεσή του, Όταν, όμως, η

τουρκοκυπριακή ηγεσία ζήτησε την υλοποίηση της σχετικής διάταξης του

Συντάγματος, η ελληνοκυπριακή πλευρά αντελήφθη τον διχοτομικό χαρακτήρα της

ρύθμισης και υπαναχώρησε. Αντιδρώντας, οι Τουρκοκύπριοι αρνήθηκαν να παράσχουν

την αναγκαία χωριστή πλειοψηφία για την επικύρωση φορολογικών νομοσχεδίων.

Τον Νοέμβριο του 1963, ο Πρόεδρος Μακάριος παρουσίασε τα περίφημα «Δεκατρία

σημεία». Επί της ουσίας οι προτάσεις αυτές θα είχαν ως αποτέλεσμα να

περιορίσουν δραστικά τις διατάξεις του Συντάγματος που κατοχύρωναν τη

συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων στη νομή της εξουσίας. Τα γεγονότα

εξελίχθηκαν ραγδαία και, πάντως, όχι σύμφωνα με τους υπολογισμούς της

ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Οι χωριστοί δήμοι αποφεύχθηκαν, αποχώρησαν όμως οι

Τουρκοκύπριοι εκπρόσωποι από τα όργανα της πολιτείας και, υπό τη στρατιωτική

πίεση της ελληνικής πλευράς, συγκροτήθηκαν οι οχυρωμένοι θύλακοι που

αποτέλεσαν τη «μαγιά» της μελλοντικής διχοτόμησης.

Βέβαια, το συνταγματικό αδιέξοδο αποτελούσε μόνο μία όψη μιας πολύπλοκης

ιστορικής εξέλιξης. Το Σύνταγμα του 1960 αποτέλεσε προϊόν συμβιβασμού έπειτα

από μια επώδυνη αναμέτρηση. Ελπίδες επιτυχίας υπήρχαν μόνο αν οι δύο ηγεσίες

επιδείκνυαν τη βούληση να εργαστούν με καλή πίστη για ένα κοινό μέλλον.

Δυστυχώς για δύο γενιές Κυπρίων δεν εισακούστηκε ο Νικόλαος Λανίτης, όταν

προέτρεπε την ελληνοκυπριακή πλευρά «να κερδίσει την εμπιστοσύνη των

Τουρκοκυπρίων».

Ο Γιάννης Στεφανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής στο Αριστοτέλειο

Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.