Εδώ που τα λέμε, ήταν παραφωνία. Χαλούσε την άψογα ομοιόμορφη ασχήμια της

διαδρομής του Ηλεκτρικού. Από την Κηφισιά στον Πειραιά, το ταξίδι είναι ένας

ύμνος στην αισθητική ανοχή των κατοίκων του Λεκανοπεδίου.

Η ασυναρτησία, η προχειρότητα, η καταστροφή, το σκουπιδαριό, συναγωνίζονται σε

κάθε τετράγωνο.

Μέχρι να φτάσεις από τη μια άκρη στην άλλη, έχεις πάθει βαριά κατάθλιψη. Κι

εκεί στη Νέα Ιωνία, έβλεπες το κτίριο που ονομαζόταν Βίλα Ακριβή κι έφτανες

στο τελειωτικό σημείο της απελπισίας. Ένα μακρύ μαύρο σπίτι από άλλο κόσμο, με

μπαλκονάκια, αετωματάκια, πυργάκια, ένα εξευτελισμένο ερείπιο ακατανόητων

φιλοδοξιών.

Μα τι ήθελε αυτός ο άνθρωπος κι έφτιαξε το παλατάκι του μέσα στην ανακατωσούρα

της ανάπτυξης; Κρέμονταν τα παντζούρια, ξεκολλούσαν τα κάγκελα, έγερναν όλο

και περισσότερο οι άκρες, όλο και κοντύτερα στο χώμα, να αναπαυτούν. Ολομόναχο

ένα όμορφο κτίριο μέσα στη φρίκη, να υποφέρει και να σιγολειώνει.

Εντάξει, έληξε το ζήτημα. Κατέρρευσε πλήρως, έπειτα από πολλές διαβουλεύσεις

και περισυλλογές αρμοδίων. Βασικά το λυπήθηκαν και του έδωσαν τη χαριστική

βολή. Δεν άξιζε άλλο να τιμωρείται.

Διότι το είχαν κηρύξει διατηρητέο κι αυτό το άθλιο δεν διατηρήθηκε, παρά

συνέχισε να καταρρέει, προδίδοντας την αδύναμη φύση των ντελικάτων αστών του

περασμένου αιώνα. Δεν έδειξε καλή διαγωγή και προσαρμοστικότητα.

Οπότε οι μπουλντόζες ανέλαβαν να το κατεδαφίσουν με ασφάλεια.

Ηρέμησε το τοπίο γύρω του, επανήλθε στη φυσική του κατάσταση, στα τσιμεντένια

λείψανα εργοστασίων, τα συνεργεία, τις μάντρες, τα νεκροταφεία αυτοκινήτων,

τις αποθήκες μαρμάρων και το πολεοδομικό χάος. Τουλάχιστον δεν παθαίνει κανείς

πολλαπλά σοκ στη διαδρομή, με απότομες εναλλαγές.

Ένα και διαρκές, να ξέρουμε πού βρισκόμαστε.