Με την ψυχή στο στόμα γράφω σήμερα. Από στιγμή σε στιγμή, θα γίνει πάλι

διακοπή ρεύματος και θα τα φτύσει ο κομπιούτορας. Πού οι καλές, παλιές

γραφομηχανές! Βρέξει-χιονίσει, το κειμενάκι σου το έγραφες. Το έδινες χέρι με

χέρι – όχι στον Καρατζαφέρη – στον αρχισυντάκτη σου, τελείωνε το θέμα.

Τώρα πρέπει να το περάσεις στο e-mail. Και, άμα δεν έχεις ρεύμα, δεν έχεις και

e-mail. Γενικώς, άμα δεν έχεις ρεύμα έχεις την τύφλα σου. Καρατσακιστήκαμε στα

μαύρα σκοτάδια μέχρι να βρούμε το κερί. Έτσι ζω τώρα εγώ. Με ένα κερί στο

χέρι, η Μαργαρίτα Γκοτιέ. Η Κυρία με τις Καμέλιες. Ο Κύριος με τα σου. Πώς τα

γλιτώσαμε τα κατάγματα, άγιο είχαμε. Κεριά και λαμπάδες στο μπόι μας. Επίσης,

κεριά και επιδέσμους σε πρώτη ζήτηση. Εμείς δεν είμαστε οικογένεια. Εμείς

είμαστε το Έπος του ’40.

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι. Επίσης, με την πρώτη

σταγόνα της βροχής, μας κόβεται το ρεύμα. Κλασικά. Βυθιζόμαστε στα μαύρα

σκοτάδια. Στους ζόφους και στα ερέβη. Σαν τα βαμπίρ ζούμε πλέον. Σαν τους

βουρκόλακες. Δεν λέω, είχε παλιόκαιρο τη μέρα που σε γνώρισα, αλλά αυτό πλέον

καταντάει αηδία. Μισή ώρα με ρεύμα, δύο ώρες χωρίς. Πού να πλυθείς, πού να

ντυθείς, πού να μαγειρέψεις; Εμείς έχουμε γίνει η χαρά του πιτσαδόρου. Άλλη

μια πίτσα μαργκερίτα να φάω στη ζωή μου, θα ουρλιάξω. Δεν αισθάνομαι καλά

τελευταία και δεν ξέρω και ποια είναι τα συμπτώματα του σκορβούτου.

Χωρίς φως, χωρίς κουζίνα, χωρίς καλοριφέρ, χωρίς θερμοσίφωνο. Εμείς δεν

είμαστε σπίτι. Εμείς είμαστε η Φάρμα. Όχι του Όργουελ. Του Mega. Η γουρούνα

λείπει. Ξηλώσαμε τα γεράνια από τις ζαρντινιέρες και φυτέψαμε πράσα και

μαρουλάκια. Τώρα κάνουμε και εντατικά μαθήματα στο βιβλίο της Φάρμας. Είσαι

καλά, γλυκιά μου αγάπη; Προκειμένου να σου διαγωνιστώ εγώ στο πριόνι, μια

τρελή χράτσα-χρούτσα, χίλιες φορές των γνώσεων. Και σου δίνουν και το 50-50.

Σου λέει, για παράδειγμα, το ραδίκι το φυτεύουμε από την καλή ή από την

ανάποδη; Ένα από τα δύο: ή από την καλή ή από την ανάποδη. Χιαστί σού το

αποκλείει. Από την ανάποδη. Σαφώς. Αλλιώς, πώς θα λέγαμε τη φράση «θα δεις τα

ραδίκια ανάποδα»; Στο καπάκι, χαλάει κι ο θερμοσίφωνας. Περιλούζαμε ο ένας τον

άλλον με τα κατσαρολικά. Δεν έχει και ποτάμι γύρω τριγύρω. Τον Νέστο, τον

Αχελώο, τον Αλιάκμονα, κάτι συμβολικό. Να πάρω το μπικίνι μου να ρημαδοπλυθώ.

Άσε, δεν το συζητώ. Φάρμα και πάλι Φάρμα. Αύριο, στέλνω το παιδί στους

γείτονες απέναντι να αρμέξει το κόκερ σπάνιελ.

Μαύρα σκοτάδια με νύχια γαμψά πέσανε πάνω στην εργατιά. Είναι ότι τώρα, στη

ΔΕΗ, σου λέει, τα πάντα λειτουργούν αυτόματα. Με κουμπιά, με πίνακες, με

υπολογιστές.

Πού τα παλιά, ωραία χρόνια. Κοβότανε το ρεύμα, έπαιρνε τηλέφωνο τον διοικητή ο

υπουργός που έμενε παραδίπλα σου, τού ‘ριχνε ένα γερό σιχτίρ, απεκαθίστατο η

βλάβη εν ριπή οφθαλμού και βλέπαμε το φως το αληθινόν. Αυτές ήταν εποχές

αξέχαστες…

Όλα μαζί μάς πέσανε. Βροχές, καταιγίδες, ήρθε καπάκι και το δυάρι. Στα

τηλέφωνα. Τρομάξαμε να μάθουμε να βάζουμε το 010 μπροστά στο επταψήφιο, τώρα

μας το κάνανε 210. Μήπως θα το φτάσουνε μέχρι το 9 και μας το φέρνουνε λάου

λάου; Δεν ξέρω. Σ’ αυτό το κράτος, με μια υποψία ζει ο άνθρωπος.

Δεν έχω κάτι προσωπικό με τα νούμερα. Συμπαθέστατο το 2. Και το 7 πρώτης

τάξεως. Ειδικά δε το 14, μού έχει σταθεί σαν μάνα και πατέρας. Μόνο το 35 μού

φέρεται με μια ανεξήγητη ψυχρότητα – άσε που μου φάνηκε στο φανάρι του

Γηροκομείου ότι με μούντζωσε κιόλας. Αλλά γιατί τα αλλάζουνε συνέχεια; Αυτό το

«ο τρόπος κλήσης άλλαξε, παρακαλούμε ξανακαλέστε αντικαθιστώντας το ψηφίο 0 με

το 2» είναι για χόρταση; Έχουμε και δουλειές. Άμα περνάμε τη μισή μας μέρα

αντικαθιστώντας ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας, πώς θα βγει το μεροκάματο να

βάλουμε και κάνα ευρώ στην Τράπεζα;

Είπα Τράπεζα. Αξέχαστα πέρασα προχτές, ημέρα Πέμπτη. Έκανα ημερήσια εκδρομή

στην Εθνική Τράπεζα. Μαγευτικό το τοπίο. Πλατάνια, καστανιές, φαράγγια,

συνταξιούχοι, ταμίες, ανάπηροι. Πήγα πρωί πρωί και πήρα αριθμό από το

μηχάνημα. Όπως στα κοτόπουλα του Βασιλόπουλου. Έξι ταμεία, τα τρία κλειστά,

εξυπηρετούσανε το 180 κι εγώ τράβηξα το 353. Χρόνος αναμονής 44 λεπτά. Ωραία!

Τι κάνουμε τώρα; Όλες οι καρέκλες πιασμένες. Η πασαρέλα της τρίτης ηλικίας.

Και της τέταρτης, μπορώ να σου πω. Σταρ, μις γιάνγκ και μις ολντ. Βέρι ολντ.

Είχανε βγάλει εφημερίδες, περιοδικά, σταυρόλεξα. Ένας υπέργηρος έπαιζε φιδάκι

στο κινητό του. Μία έπλεκε ένα πουλόβερ ζακάρ ωραιότατο, μία καλή – μία

ανάποδη. Άλλος είχε βγάλει το ταπεράκι του και τσιμπούσε κάτι λαχανοντολμάδες

έκτακτους. Πιάνανε φιλίες, γνωριμίες, ανοίγανε την καρδιά τους ο ένας τον

άλλον, λέγανε τον πόνο τους για τα παιδιά τους, τη νύφη τους, την κήλη τους,

τον προστάτη τους, ανταλλάσσανε τηλέφωνα – εξαιρετικό το σύστημα, μιλάμε. Σου

το κοινωνικοποιεί το άτομο αυτό τώρα. Σου το παίρνει μουντρούχο, σου το

παραδίδει μες στην τρελή χαρά. Σφυρηλατούνται στην Εθνική δεσμοί φιλίας,

σχέσεις που κρατάνε μια ζωή. Έτσι όπως έχουμε κλειστεί όλοι στο καβούκι μας,

προσωπικά, λέω να το καθιερώσω. Θα πηγαίνω κάθε πρωί Εθνική, θα παίρνω το

χαρτάκι μου και θα κάνω νέες γνωριμίες. Από Εθνική – που λέει κι ο άλλος στο

ταξί; Από Εθνική! Από την Κατεχάκη θα πάρω δάνειο;

Μωρέ, τι ωραία να μην ήμουνα άνθρωπος! Σ’ αυτήν τη χώρα, τι ωραία να ήμουνα

διαφήμιση!